Hλεκτρονικό περιοδικό με θέματα και ειδήσεις από την Εύβοια   ...στο διαδίκτυο από το 1999
Σερβιτόρος της Εύβοιας

Προστατευόμενες περιοχές - χλωρίδα της Εύβοιας

Προστασία και αξιοποίηση των δασών της Εύβοιας - Ημερίδα με θέμα: "Προστασία και αξιοποίηση των δασών της Εύβοιας. Συμβολή αυτών στην ποιότητα ζωής των κατοίκων" που διοργάνωσε στις 10 Μαΐου 2001 στη Λίμνη Ευβοίας ο Σύλλογος Υπαλλήλων Δασικής Υπηρεσίας Ν. Ευβοίας. Μάιος 2001
Περισσότερα άρθρα από την έκδοση

Η συνειδητοποίηση από ολοένα και περισσότερους ανθρώπους της αλλοίωσης και της καταστροφής του φυσικού περιβάλλοντος, οδήγησε πριν από ένα αιώνα στο θεσμό των προστατευόμενων περιοχών, με στόχο την προστασία των ζώντων οργανισμών και των ιδιαιτέρων αξιών της φύσης. "Προστατευόμενες περιοχές είναι χερσαίες ή υδάτινες εκτάσεις με ιδιαίτερα φυσικά, οικολογικά ή τοπιακά χαρακτηριστικά που προστατεύονται νομοθετικά και βρίσκονται κάτω από ειδικό καθεστώς διαχείρισης, με κύριο σκοπό, τη διατήρηση των ιδιαίτερων αξιών τους, καθώς και την κατάλληλη αξιοποίηση τους για την εξυπηρέτηση οικολογικών, κοινωνικών και οικονομικών αναγκών, προς όφελος της παρούσας και των μελλοντικών γενεών" (Κασιούμης, Κ. 1993). Κυριότερες κατηγορίες προστατευόμενων περιοχών είναι οι εθνικοί δρυμοί, τα αισθητικά δάση, τα διατηρητέα μνημεία της φύσης, τα αποθέματα της πανίδας και υγροβιότοποι διεθνούς σπουδαιότητας.

Καθοριστικό για την αποτελεσματική προστασία και την ορθολογική διατήρηση των προστατευόμενων περιοχών, είναι η ύπαρξη ειδικής νομοθεσίας γι' αυτές. Η χώρα μας συμμετέχοντας στην προσπάθεια που γίνεται σε παγκόσμια κλίμακα για τη διατήρηση του φυσικού περιβάλλοντος, δημιούργησε προστατευόμενες περιοχές, θέσπισε το νομικό καθεστώς προστασίας τους και προδιέγραψε τους κανόνες διαχείρισης τους.

Ο πρώτος νόμος που αναγνώρισε την ανάγκη προστασίας των προστατευόμενων περιοχών ήταν ο Α.Ν. 856/1937, ο οποίος αποτέλεσε σημαντική καμπή στα θέματα προστασίας της φυσικής μας κληρονομιάς. Με την εφαρμογή του νόμου αυτού κηρύχθηκαν στη χώρα μέχρι το 1966 επτά εθνικοί δρυμοί. Ο νόμος αυτός ενσωματώθηκε στον Δασικό Κώδικα (Ν.Δ. 86/1969 άρθρα 79, 80, 81), τροποποιήθηκε με το Ν.Δ. 996/1971, το οποίο ισχύει σήμερα και καθορίζει το βασικό θεσμικό καθεστώς των δρυμών. Στο νομοθετικό αυτό διάταγμα, οι αρχές που διέπουν την κήρυξη περιοχών ως εθνικών δρυμών και η βασική φιλοσοφία τους είναι η ίδια με τον Α.Ν 856/1937.

Στο άρθρο 3 αναφέρονται τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά (φυσικά, οικολογικά, τοπιακά) και οι προϋποθέσεις που πρέπει να πληροί μια περιοχή για να κηρυχθεί εθνικός δρυμός καθώς και η διαδικασία κήρυξης της. Στο σχετικό άρθρο 3 παρ. 1 ορίζεται ότι: "δύνανται να κηρύσσονται ως εθνικοί δρυμοί δασικοί περιοχαί, αϊ οποίαι παρουσιάζουν ιδιαίτερον ενδιαφέρον εξ απόψεως διατηρήσεως της άγριας χλωρίδας και πανίδας, των γεωμορφολογικών σχηματισμών, του υπεδάφους, της ατμόσφαιρας, των υδάτων και γενικώς του φυσικού περιβάλλοντος των και των οποίων κρίνεται επιβεβλημένη η προστασία, η διατήρησις και η βελτίωσις της συνθέσεως της μορφής και των φυσικών καλλονών των, δι' αισθητικήν, ψυχικήν και υγιεινήν απόλαυσιν και ανάπτυξιν του τουρισμού, ως και την διενέργειαν πάσης φύσεως επιστημονικών ερευνών". Η κήρυξη γίνεται με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται μετά από πρόταση του Υπουργικού συμβουλίου, μετά από γνώμη του Τεχνικού Συμβουλίου Δασών.

Η ευθύνη για την εφαρμογή της νομοθεσίας των δρυμών, ανήκει στη Γενική Γραμματεία Δασών και Φυσικού Περιβάλλοντος (Γ.Γ.Δ. & Φ.Π.) και συγκεκριμένα το Τμήμα Δασικού Περιβάλλοντος, Εθνικών Δρυμών και Δασικής Αναψυχής που ανήκει στην Δ/νση Αισθητικών Δασών, Δρυμών και θήρας του Υπουργείου Γεωργίας. Η προστασία, οργάνωση και λειτουργία των δρυμών, όπως και των άλλων προστατευομένων περιοχών, γίνεται από τα αντίστοιχες δασικές περιφερειακές υπηρεσίες της Γ.Γ.Δ.& Φ.Π. σύμφωνα με το Ν.Δ. 996/1971 και το Ν.Δ. 998/1979.

Εκτός από τον παραπάνω Κανονισμό, τα θέματα προστασίας των δρυμών μπορούν να ρυθμίζονται με αποφάσεις του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας καθώς και με Αστυνομικές Δασικές Διατάξεις που εκδίδονται από την οικεία δασική υπηρεσία στα πλαίσια του Ν.Δ. 996/1971 και των αποφάσεων του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας και δημοσιεύονται σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία (αρ. 6 παρ. 3). Τέλος, στο αρ. 15 του ανωτέρω νόμου προβλέπονται ποινές για τους παραβάτες των νόμων και του Κανονισμού περί εθνικών δρυμών.

Ο νέος νόμος πλαίσιο που ψηφίστηκε το 1986 " Για την προστασία του περιβάλλοντος " (Ν. 1650/1986) περιέχει ειδικό κεφάλαιο " Για την προστασία της Φύσης και του Τοπίου" το οποίο προτείνει νέες κατηγορίες προστατευόμενων περιοχών και εισάγει αλλαγές στη διοίκηση και διαχείριση των προστατευόμενων περιοχών. Οι 5 νέες κατηγορίες που προτείνονται είναι: περιοχές απόλυτης προστασίας της φύσης, περιοχές προστασίας της φύσης, Εθνικά Πάρκα, προστατευόμενοι φυσικοί σχηματισμοί, προστατευόμενα τοπία και στοιχεία του τοπίου και περιοχές οικοανάπτυξης.

Ο νόμος αυτός έχει κάποιες εγγενείς αδυναμίες και φαίνεται ότι δεν μπορεί να εφαρμοστεί ακόμη, για τους εξής λόγους:

  • Ο νόμος αυτός δεν έχει εφαρμοστεί πλήρως στην πράξη, ούτε έχει κηρυχθεί μέχρι σήμερα κάποια "προστατευόμενη περιοχή", με βάση αυτόν.
  • Προβλέπει (με το αρ. 31 παρ. 10 και επίσης το αρ. 32 παρ. 2) ότι, οι προστατευόμενες περιοχές που έχουν κηρυχθεί με το Ν.Δ. 996/1971, εξακολουθούν να διέπονται από τις ισχύουσες διατάξεις και μπορεί να γίνει ένταξη τους στις κατηγορίες του νέου νόμου μόνο με έκδοση Ειδικού Προεδρικού Διατάγματος, κάτι που δεν έχει γίνει μέχρι τώρα.
  • Για να εφαρμοστεί ο νόμος στις υπάρχουσες προστατευόμενες περιοχές, είναι απαραίτητο να ολοκληρωθούν για τις περιοχές αυτές οι οικείοι Κανονισμοί.

Διεθνείς Συνθήκες - Συμβάσεις
Εκτός από την εθνική νομοθεσία, η χώρα μας έχει αναλάβει επίσης ειδικές υποχρεώσεις για την προστασία της φύσης και των προστατευομένων περιοχών, στα πλαίσια σχετικών διεθνών συμβάσεων και συμφωνιών, τις οποίες έχει αποδεχθεί, καθώς και των αντίστοιχων οδηγιών της Ε.Ε. στην οποία συμμετέχει ως πλήρες μέλος.

Σημαντική συμβολή στα θέματα προστασίας της φύσης και των προστατευομένων περιοχών σε παγκόσμια κλίμακα είναι η διακήρυξη της "Παγκόσμιας Στρατηγικής, Προστασίας - Διατήρησης" που προήλθε στα 1980 από τη συνεργασία 4 διεθνών Οργανώσεων που ασχολούνται με τη διαχείριση της γης και των φυσικών πόρων, δηλαδή της IUCN (Διεθνούς Ένωσης Προστασίας της Φύσεως), του FAO (Οργανισμός Τροφίμων και Γεωργίας), του UNEP (Πρόγραμμα Περιβάλλοντος των Ηνωμένων Εθνών) και του WWF (Παγκόσμιο Ταμείο για τη Φύση). Η διατήρηση αυτή προτείνει η προστασία της φύσης να ενσωματωθεί σε μια "πολιτική ανάπτυξης" που θα στηρίζεται στην έννοια της "αειφορίας" και θα λαμβάνει υπόψη τις εξής βασικές αρχές:

  • να διατηρήσει τις ουσιαστικές οικολογικές διαδικασίες και τα βασικά συστήματα που στηρίζουν τη ζωή
  • να προστατέψει και να συντηρήσει τη γενετική ποικιλία
  • να εξασφαλίσει την αειφορική χρήση των ειδών και των οικοσυστημάτων (Κασιούμης, 1993)

Μέσα στα πλαίσια διαχείρισης των προστατευόμενων περιοχών, θα πρέπει να ληφθούν υπόψη οι εξής διεθνείς συνθήκες - συμβάσεις.

α) Σύμβαση Ramsar. Η σύμβαση αυτή υπογράφηκε το 1971, στην πόλη Ramsar του Ιράν, κυρώθηκε στην Ελλάδα το 1974 και καθορίζει ότι τα κράτη μέλη που υπέγραψαν τη συνθήκη υποχρεούνται να υποδείξουν κατάλληλους υγροτόπους στην επικράτεια τους, να καταρτίσουν και να εφαρμόσουν εθνικά σχέδια διαχείρισης, προστασίας και εκμετάλλευσης των περιοχών αυτών, να ευνοήσουν τη διατήρηση των υγροτόπων και των υδρόβιων πτηνών με τη δημιουργία ειδικών ζωνών προστασίας.

β) Συμβάσεις Βόννης και Βέρνης. Η σύμβαση της Βόννης αναφέρεται στη Διατήρηση των Αποδημητικών Πτηνών και δεν έχει υλοποιηθεί ακόμα σε σημαντικό βαθμό (ούτε έχει κυρωθεί από την Ελλάδα). Αντίθετα η σύμβαση της Βέρνης που έχει προχωρήσει περισσότερο, αναφέρεται στη "Διατήρηση της Αγριας Ζωής και του Φυσικού Περιβάλλοντος της Ευρώπης' και κυρώθηκε στην Ελλάδα το 1983 (Ν. 1335 ΦΕΚ 32/ΤΑ/14-3-1983).

γ) Οδηγία 79/409/ΕΟΚ. Η οδηγία 79/409 προβλέπει τη λήψη των κατάλληλων μέτρων για την προστασία, διατήρηση και ορθολογική διαχείριση των άγριων πτηνών που απαντούν στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και την κατάταξη τους σε κατηγορίες ως εξής: Στην κατηγορία Ι περιλαμβάνονται είδη σπάνια, απειλούμενα με εξαφάνιση ή ιδιαίτερα ευαίσθητα στις ανθρώπινες επεμβάσεις. Στην κατηγορία II είδη που μπορούν να ανεχθούν κάποιο βαθμό εκμετάλλευσης, συμπεριλαμβανομένου και του κυνηγίου. Τέλος στην κατηγορία III, είδη που έχουν διαφορετικές δυνατότητες και ικανότητες επιβίωσης στα διάφορα κράτη της Ε.Ε.

δ) Οδηγία 92/43/ΕΟΚ. Η χώρα μας συμμετέχει επίσης ενεργά και έχει αναλάβει σημαντικές πρωτοβουλίες (αλλά και δεσμεύσεις) για την επιτυχή εφαρμογή της πρόσφατης σημαντικής Οδηγίας 92/43/ΕΟΚ της "21 Μαΐου 1992" για τη διατήρηση των οικοτόπων καθώς και της άγριας πανίδας και χλωρίδας". Η Οδηγία αυτή με την πλήρη υλοποίηση της θα αποτελέσει το πιο σημαντικό μέτρο για την προστασία της φύσης στα κράτη μέλη της Ε.Ε., αφού θα ενσωματωθούν σ' αυτή και οι περιοχές που κηρύχθηκαν ως "Ζώνες Ειδικής Προστασίας" της οδηγίας 79/409/ΕΟΚ, με τη δημιουργία του Δικτύου NATURA 2000.

Τέλος, στις διεθνείς συμβάσεις και συμφωνίες στις οποίες συμμετέχει και η χώρα μας, θα πρέπει να αναφέρουμε επίσης:

  • Το πρόγραμμα "Ανθρωπος και Βιόσφαιρα" της UNESCO στα πλαίσια του οποίου δύο προστατευόμενες περιοχές μας (ο Όλυμπος και η Σαμαριά) έχουν χαρακτηριστεί ως "Αποθέματα της Βιόσφαιρας" (Biosphere Reserves).
  • Η Σύμβαση για την "Προστασία της Παγκόσμιας πολιτιστικής και Φυσικής Κληρονομιάς" που επικυρώθηκε και στη χώρα μας, στην οποία εκτός από αρκετές περιοχές που έχουν χαρακτηριστεί ως πολιτιστικά αγαθά (Δελφοί, Ακρόπολη κλπ) δύο ακόμα περιοχές μας, τα Μετέωρα και το Αγιο Όρος, έχουν χαρακτηριστεί ως Μεικτά Αγαθά (Φυσικά και Πολιτιστικά).
  • Το "Πρωτόκολλο για τις Προστατευόμενες περιοχές της Μεσογείου" (Σύμβαση της Βαρκελώνης) με αρκετές περιοχές μας ενταγμένες στο δίκτυο των "Ζωνών Ειδικής Προστασίας της Μεσογείου".
  • Το Ευρωπαϊκό Δίκτυο των Βιογενετικών Αποθεμάτων του Συμβουλίου της Ευρώπης.
  • Τη "Σύμβαση για το Διεθνές Εμπόριο των Απειλουμένων Ειδών" γνωστή ως CITIES και τέλος
  • Τη "Σύμβαση για τη Βιοποικιλότητα" που προωθήθηκε στην Παγκόσμια Διάσκεψη του 1992 στο Ρίο της Βραζιλίας.

Δίκτυο NATURA 2000 Α' Φάση
Σε εφαρμογή της Οδηγίας 92/43/ΕΟΚ, η χώρα μας είχε αναλάβει την υποχρέωση να υλοποιήσει το έργο "Καταγραφή Αναγνώριση και Χαρτογράφηση των Τύπων Οικοτόπων και των Ειδών Χλωρίδας και Πανίδας της Ελλάδας". Το έργο εκτελέστηκε από το Μουσείο Γουλανδρή Φυσικής Ιστορίας, μέσω του Ελληνικού Κέντρου Βιοτόπων - Υγροτόπων (ΕΚΒΥ), το οποίο συντόνιζε μια ομάδα περίπου 100 επιστημόνων από τα τρία Βιολογικά Τμήματα των Πανεπιστημίων θεσσαλονίκης, Αθηνών και Πατρών καθώς και επιστημόνων του Εθνικού Κέντρου θαλασσίων Ερευνών και του Ινστιτούτου Δασικών Ερευνών. Το έργο χρηματοδοτήθηκε κατά 75% από την Ε.Ε. και 25% από τα Υπουργεία ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε. και Γεωργίας. Το συνολικό ύψος της χρηματοδότησης ανήλθε στα 1.301.333 ECU.

Αξίζει να σημειωθεί εδώ, ότι η πρώτη συστηματική προσπάθεια για το σχεδιασμό του έργου, ξεκίνησε από τον αείμνηστο συνάδελφο Χριστόδουλο Μαυροβίτη, τμηματάρχη της Δ/νσης Δασών και Φυσικού Περιβάλλοντος. Μετά όμως τον πρόωρο θάνατο του, την ουσιαστική ευθύνη για την εκτέλεση του έργου ανέλαβε το ΥΠΕΧΩΔΕ λόγω εγγενών αδυναμιών που παρουσίαζε η Δ/νση Δασών.

Στα πλαίσια του έργου επιλέχθηκαν 296 περιοχές και μελετήθηκαν κυρίως σε ότι αφορά στους τύπους οικοτόπων του Παραρτήματος Ι και στα είδη φυτών και ζώων του Παραρτήματος II της Οδηγίας 92/43/ΕΟΚ. Αναγνωρίστηκε και καταγράφηκε επίσης μεγάλος αριθμός σημαντικών ειδών που εμφανίζονται στην Ελλάδα και δεν περιλαμβάνονται στο Παράρτημα II, κυρίως κινδυνεύοντα, σπάνια, ενδημικά, και προστατευόμενα από διεθνείς συμβάσεις είδη. Έτσι διαπιστώθηκε ότι από τους 255 τύπους οικοτόπων που περιλαμβάνονται στο Παράρτημα Ι της Οδηγίας οι 110 (43%) εμφανίζονται στην Ελλάδα. Επιπλέον 76 είδη ζώων (38,2%) και 39 είδη φυτών (9%) που αναφέρονται στην Οδηγία, απαντούν στην Ελλάδα. Είναι φανερό, ότι σε σχέση με τον πλούτο της Ελληνικής χλωρίδας, η Οδηγία δεν αντανακλά τη βιοποικιλότητα και την ανάγκη διατήρησης των ειδών που απαντούν στη χώρα (Ντάφης κ.α., 1998).

Οι περιοχές που μελετήθηκαν είναι διάσπαρτες σ' όλη τη χώρα και καταλαμβάνουν έκταση, χωρίς να συμπεριλαμβάνονται οι θαλάσσιες περιοχές, 2.360.000 ha. Οι περιοχές ομαδοποιήθηκαν σε τρεις κατηγορίες. Στην Α κατηγορία περιλαμβάνονται περιοχές που φιλοξενούν τύπους οικοτόπων του Παραρτήματος Ι ή είδη του Παραρτήματος II, τα οποία δεν εντοπίζονται πουθενά αλλού στην Ελλάδα ή την ΕΕ και για το λόγο αυτό αποτελούν μοναδικά στοιχεία. Στην κατηγορία Β ανήκουν περιοχές που πληρούν τουλάχιστον ορισμένα από τα κριτήρια του Παραρτήματος III της Οδηγίας 92/43/ΕΟΚ, ή παρουσιάζουν σημαντικά γνωρίσματα. Τέλος στην κατηγορία Γ εντάχθηκαν περιοχές για τις οποίες δεν υπάρχουν επαρκή στοιχεία που να τεκμηριώνουν την άμεση ένταξη τους στο δίκτυο.

Η συνολική έκταση των περιοχών του δικτύου NATURA 2000 ανέρχεται στα 2.360.000 ha και αντιπροσωπεύει το 18% περίπου της επιφανείας της χώρας μας.

Στην περιοχή του νομού Ευβοίας επιλέχθηκαν 6 περιοχές ήτοι:

  • GR2420001 ΟΡΟΣ ΟΧΗ - ΚΑΜΠΟΣ ΚΑΡΥΣΤΟΥ - ΠΟΤΑΜΙ -ΑΚΡΩΤΗΡΙΟ ΚΑΦΗΡΕΥΣ 15700 ha
  • GR2420002 ΔΙΡΦΥΣ: ΔΑΣΟΣ ΣΤΕΝΗΣ - ΔΕΛΦΙ 1000 ha
  • GR2420003 ΟΡΟΣ ΚΑΝΔΗΛΙ - ΚΟΙΛΑΔΑ ΠΡΟΚΟΠΙΟΥ - ΔΕΛΤΑ ΚΗΡΕΑ 14000 ha
  • GR2420004 ΜΕΓΑΛΟ ΚΑΙ ΜΙΚΡΟ ΛΙΒΑΡΙ - ΔΕΛΤΑ ΞΗΡΙΑ - ΥΔΡΟΧΑΡΕΣ ΔΑΣΟΣ ΑΓ. ΝΙΚΟΛΑΟΥ450 ha
  • GR2420005 ΤΕΛΕΘΡΙΟ - ΛΙΧΑΔΑ - ΓΙΑΛΤΡΑ 21192 ha
  • GR2420006 ΣΚΥΡΟΣ: ΟΡΟΣ ΚΟΧΥΛΑΣ 4300 ha

Στις περιοχές αυτές σύμφωνα με το Ν1650/86 θα πρέπει να γίνουν (σε ορισμένες περιοχές ήδη βρίσκονται σε εξέλιξη) οι Ειδικές Περιβαλλοντικές Μελέτες, οι επονομαζόμενες ΕΠΜ, σύμφωνα με τις οποίες θα καθορισθούν οι γενικές αρχές διαχείρισης, καθώς και ο φορέας διαχείρισης.

Δίκτυο NATURA 2000 Β' Φάση
Η πρώτη φάση του NATURA 2000 είχε περισσότερο βιβλιογραφικό χαρακτήρα, ώστε να συγκεντρωθεί ο μεγαλύτερος δυνατός όγκος των πληροφοριών σχετικά με τις περιοχές. Η χαρτογράφηση όμως των τύπων οικοτόπων δεν είχε γίνει, ούτε και γνωρίζαμε την κατάσταση τους στο ύπαιθρο. Έτσι ξεκίνησε η δεύτερη φάση του προγράμματος το 1998 και ολοκληρώθηκε μόλις πρόσφατα. Οι φορείς υλοποίησης ήταν μελετητικά γραφεία που ανέλαβαν μετά από διαγωνισμό με την προϋπόθεση ότι έπρεπε να συνεργαστούν με ερευνητικούς φορείς. Οι ανάδοχοι φορείς συνεργάστηκαν με τα τρία βιολογικά τμήματα των πανεπιστημίων Πατρών Αθηνών και θεσσαλονίκης καθώς και η Δασολογική Σχολή σε συνεργασία με το ΕΘΙΑΓΕ (Ινστιτούτα Δασικών Ερευνών Αθηνών και θεσσαλονίκης). Για τις θαλάσσιες περιοχές την υλοποίηση ανέλαβε αποκλειστικά το ΕΚΘΕ. Το πρόγραμμα υλοποιήθηκε ως εκ τούτου από πέντε ομάδες εργασίας με τις ίδιες τεχνικές προδιαγραφές. Ως φορέας επιστημονικής επίβλεψης ορίστηκε το ΕΚΒΥ.

Η Β' Φάση περιελάμβανε συστηματικές δειγματοληψίες στο πεδίο και έπρεπε να παρουσιάσει χάρτες βλάστησης με χλωριδικά κριτήρια, καθώς επίσης καταστάσεις με τους τύπους οικοτόπων που συναντήθηκαν και των ειδών χλωρίδας που βρίσκονται κάτω από καθεστώς προστασίας. Έτσι αρκετοί τύποι οικοτόπων της πρώτης φάσης δεν ευρέθησαν αλλά καταγράφηκαν νέοι τύποι, για τους οποίους δεν είχαμε αναφορές από έρευνες του παρελθόντος.

Η συνολική εικόνα τις δεύτερης φάσης δεν είναι ακόμη διαθέσιμη, εφόσον ακόμη δεν ολοκληρώθηκε η παραλαβή του έργου.

Στις περιοχές του Δικτύου NATURA 2000, ασκούνται όλες οι βασικές ανθρώπινες δραστηριότητες, όπως γεωργία, κτηνοτροφία, δασοπονία, βιομηχανία, τουρισμός και πολιτιστικές εκδηλώσεις. Ο βαθμός ανάπτυξης και η συμβολή τους στην οικονομική και κοινωνική ζωή της περιοχής, θα καθορίσει τις προοπτικές ένταξης, και το ειδικό καθεστώς προστασίας εκάστης.

Η προοπτική εξέλιξης των οικονομικών αυτών δραστηριοτήτων στις περιοχές αυτές θα εξαρτηθεί από δύο παράγοντες:

α) Από τις διαμορφούμενες, Ευρωπαϊκή Πολιτική, Εθνική Πολιτική και την Περιφερειακή Πολιτική σε επίπεδο νομού. Η διαμόρφωση της Ευρωπαϊκής πολιτικής επηρεάζει την Εθνική πολιτική και αυτή με τη σειρά της την περιφερειακή και όλες μαζί θα επηρεάσουν την εξέλιξη των οικονομικών δραστηριοτήτων των περιοχών, μια που αυτές αποτελούν τμήμα της Ελληνικής επικράτειας και της Ευρωπαϊκής Ένωσης και

β) Από τους σκοπούς και τα μέτρα διαχείρισης που θα προταθούν από τις Ειδικές Περιβαλλοντικές Μελέτες (ΕΠΜ) που θα ακολουθήσουν. Η εφαρμογή των διαχειριστικών μέτρων που θα προταθούν αναμένεται, μερικές από τις δραστηριότητες να τις ευνοήσει και άλλες να τις περιορίσει και μάλιστα κατά διαφορετικό βαθμό σε κάθε περιοχή, γιατί οπωσδήποτε θα παρουσιάζουν ιδιομορφίες.

Τα ανωτέρω, καταδεικνύουν πόσο σημαντική είναι η γνώση των πολιτικών αυτών για το σχεδιασμό προστασίας των περιοχών.

Πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης
Η Ευρωπαϊκή Ένωση (Ε.Ε.), η ισχυρότερη ένωση κρατών με τις αξιόλογες επιτυχίες στην οικονομία, κατά τα τελευταία χρόνια για την επίτευξη των βασικών στόχων της, που είναι η είσοδος της στο τρίτο στάδιο της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης (ΟΝΕ) και η εφαρμογή του ενιαίου νομίσματος με την ονομασία Euro-Ευρώ στα μέσα του 2002, εφαρμόζει μια νέα διαρθρωτική πολιτική. Βασικοί στόχοι της νέας διαρθρωτικής πολιτικής είναι η επίτευξη υψηλότερου βαθμού συνοχής ή πραγματικής σύγκλισης στην ΕΕ από πλευράς Ακαθαρίστου Εθνικού Προϊόντος (ΑΕΠ), απασχόλησης και ανταγωνιστικότητας (Ιωακειμίδης, Π. 1995). Καταστατική βάση της πολιτικής αυτής είναι η Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση (Συνθήκη του Μάαστριχτ). Με βάση την συνθήκη αυτή, για να εισέλθουν τα κράτη-μέλη της ΕΕ στην ΟΝΕ, θα πρέπει οι δείκτες των οικονομιών τους να κινούνται σε συγκεκριμένα επίπεδα ως εξής: πληθωρισμός 4%, έλλειμμα του δημοσίου 3% επί του ΑΕΠ, δημόσιο χρέος 60% επί του ΑΕΠ και μακροπρόθεσμα επιτόκια 11%. Για την επιτυχία της νέας διαρθρωτικής πολιτικής διατέθηκαν αυξημένα κονδύλια μέσω των διαρθρωτικών ταμείων της ΕΕ (Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης, Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο, FEOGA - Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο Εγγυήσεων και Προσανατολισμού) και του Ταμείου Συνοχής. Συγκεκριμένα, κατά την περίοδο 1989-1993, διατέθηκαν 63 δις ECU μέσω του α' Κοινοτικού Πλαισίου Στήριξης ή α' πακέτου Dellors και κατά την περίοδο 1994-1999 141,4 δις ECU μέσω του β' Κοινοτικού Πλαισίου Στήριξης ή β' πακέτου Delors. Από τα ποσά αυτά διατέθηκαν, από το α' πακέτο 36 δις ECU και από το β' πακέτο 96,3 δις ECU για τις λιγότερο ανεπτυγμένες χώρες της ΕΕ, δηλαδή Ελλάδα, Πορτογαλία, Ιρλανδία και Ισπανία. Επίσης, οι χώρες αυτές επωφελήθηκαν και άλλης σημαντικής "μεταβίβασης πόρων", ύψους 151,1 δις ECU, από το ταμείο Συνοχής. Η Ευρωπαϊκή πολιτική διαμορφώνεται μέσα από τα συλλογικά όργανα της όπως, Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, Συμβούλιο Υπουργών, Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο κλπ και εκδηλώνεται ως εξής στους επιμέρους τομείς:

Αγροτική πολιτική
Η Ευρωπαϊκή πολιτική στον αγροτικό τομέα εκδηλώνεται μέσω της Κοινοτικής Αγροτικής Πολιτικής (ΚΑΠ) η οποία μέχρι το 1992 απέβλεπε στην εξασφάλιση της επάρκειας των τροφίμων, στη στήριξη των τιμών των αγροτικών προϊόντων και των εισοδημάτων των γεωργών των χωρών-μελών της ΕΕ και στη σταδιακή δασμολογική απελευθέρωση των εμπορικών ανταλλαγών αγροτικών προϊόντων μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ. Η εξασφάλιση της αυτάρκειας και η δημιουργία σημαντικών αποθεμάτων στα γεωργικά προϊόντα με την εφαρμογή της ΚΑΠ, η πίεση της Γενικής Συμφωνίας Δασμών και Εμπορίου (GATT) για την απελευθέρωση του διεθνούς εμπορίου και η επικράτηση των οικολογικών απόψεων για την προστασία του φυσικού περιβάλλοντος, ώθησαν στην αναθεώρηση της ΚΑΠ.

Η αναθεώρηση της ΚΑΠ που έγινε το 1992 περιλαμβάνει μέτρα που αποσκοπούν κυρίως στη μείωση των αποθεμάτων των γεωργικών προϊόντων και κατ' επέκταση μείωση της επιβάρυνσης του κοινοτικού προϋπολογισμού, στη μείωση των τιμών στήριξης των γεωργικών προϊόντων, στην επιβολή ποσοστώσεων επί της παραγωγής, στη θέση σε αγρανάπαυση καλλιεργούμενων εκτάσεων (set aside) καθώς και συνοδευτικά μέτρα που αποβλέπουν στην προστασία του περιβάλλοντος όπως μέθοδοι καλλιέργειας φιλικοί προς το περιβάλλον, αναδάσωση οριακών γαιών, βιολογική καλλιέργεια κλπ (Φωτόπουλος, Χ. 1992). Η αναθεώρηση της ΚΑΠ έχει ως αποτέλεσμα τα αγροτικά προϊόντα των κρατών-μελών της ΕΕ να χάνουν σταδιακά τον προστατευτικό μανδύα, παράλληλα όμως, λαμβάνονται μέτρα τα οποία ενισχύουν την ανταγωνιστικότητα τους ώστε να μπορέσουν να σταθούν στον ανερχόμενο ανελέητο διεθνή ανταγωνισμό. Το πόσο απαραίτητη ήταν η αλλαγή της ΚΑΠ, επιβεβαιώνεται από τις αποφάσεις της νέας συμφωνίας της GATT που υπογράφηκε στις 15 Απριλίου 1995. Με την συμφωνία αυτή, όσον αφορά τα αγροτικά προϊόντα, μειώνονται οι ενισχύσεις κατά 20%, οι επιδοτήσεις εξαγωγών κατά 36% σε αξία και 21% σε όγκο, μειώνονται επίσης οι δασμοί εισαγωγής κατά 36% (στις αναπτυσσόμενες χώρες, κατ' εξαίρεση, μόνο 24%), ενώ ανοίγονται οι αγορές ρυζιού στην Ιαπωνία και τη Ν. Κορέα. Τέλος, μειώνονται κατά 40% οι δασμοί εισαγωγής των τροπικών προϊόντων (Καλλιώρας, Η. 1995).

Περιφερειακή πολιτική
Η περιφερειακή πολιτική της Ε.Ε. συνίσταται στην εντατικότερη ανάπτυξη ορισμένων περιφερειών της και ειδικότερα του μεσογειακού χώρου, με τη συμμετοχή της στα αναπτυξιακά τους προγράμματα, που φθάνουν μέχρι 75% Η πολιτική αυτή αποβλέπει πρώτον στην όσο το δυνατόν ταχύτερη ανάπτυξη της παραγωγικότητας, ώστε το κατά κεφαλήν εισόδημα στις περιφέρειες αυτές να πλησιάσει τον αντίστοιχο μέσο όρο της Ε.Ε. και δεύτερον την αποτροπή της μετακίνησης του πληθυσμού και κεφαλαίων από τις λιγότερα ανεπτυγμένες περιοχές προς τα βιομηχανικά κέντρα για πολιτικούς και οικονομικούς λόγους (Φακιολάς, Τ. 1991). Η Ελλάδα, η οποία θεωρείται από τις λιγότερα ανεπτυγμένες περιοχές της ΕΕ έχει ευνοηθεί από την περιφερειακή πολιτική της ΕΕ παλαιότερα από τα έργα περιφερειακής ανάπτυξης που εκτελέστηκαν μέσω του α' και β' πακέτου Delors και θα εκτελεσθούν από το ΓΚΠΣ.

Κοινωνική πολιτική
Το σημαντικότερο κοινωνικό πρόβλημα που αντιμετωπίζει η Ε.Ε. είναι η ανεργία που φτάνει στο 11% του εργατικού δυναμικού, ενώ η ανεργία στις ΗΠΑ είναι 6% και στην Ιαπωνία 3%. Σημαντικά επίσης κοινωνικά προβλήματα που αντιμετωπίζει η Ε.Ε. είναι αυτά του ρατσισμού, της ξενοφοβίας, των ατόμων με ειδικές ανάγκες, της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού.

Τα κράτη - μέλη της Ε.Ε. σύναψαν Συμφωνία σχετική με την κοινωνική πολιτική που πρέπει να εφαρμόσουν για να επιλύσουν τα κοινωνικά αυτά προβλήματα. Στο άρθρο 1 της Συμφωνίας αυτής κηρύσσουν ότι Ή Κοινότητα και τα κράτη μέλη έχουν ως στόχο να προωθήσουν την απασχόληση, τη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης, την παροχή της κατάλληλης κοινωνικής προστασίας, τον κοινωνικό διάλογο και την ανάπτυξη των ανθρώπινων πόρων που θα επιτρέψουν ένα υψηλό και διαρκές επίπεδο απασχόλησης και την καταπολέμηση του κοινωνικού αποκλεισμού... " (Χατζηδάκης, Κ., 1996).

Σημαντική εκδήλωση της κοινωνικής πολιτικής της Ε.Ε. είναι η υλοποίηση προγραμμάτων επαγγελματικής κατάρτισης και εκπαίδευσης του εργατικού δυναμικού τα οποία χρηματοδοτούνται από τα ΚΠΣ τα οποία αντλούν πιστώσεις από τα Διαρθρωτικά Ταμεία (Ευρωπαϊκό Ταμείο). Το 15,8% των πόρων του β' ΚΠΣ για την Ελλάδα (4,7 δισ. ECU) έχει δεσμευθεί γι' αυτό τον σκοπό (Στυλιανοπούλου, Ε., 1995). Στην Ελλάδα, οι πιστώσεις αυτές χρησιμοποιούνται για την εφαρμογή προγραμμάτων απασχόλησης και ειδίκευσης κυρίως νέων ανέργων, από διάφορους κρατικούς φορείς, όπως ΟΑΕΔ, ΕΟΜΜΕΧ, το Υπουργείο Γεωργίας, το Ελληνικό Κέντρο παραγωγικότητας κλπ. Στην περιοχή μελέτης, λοιπόν, θα πρέπει να εξετασθεί η δυνατότητα εφαρμογής τέτοιων προγραμμάτων για να προετοιμάσουν το ειδικευμένο προσωπικό που θα απασχοληθεί στις δραστηριότητες που θα δημιουργηθούν από την υλοποίηση των σχεδίων διαχείρισης των περιοχών του δικτύου NATURA2000.

Περιβαλλοντική πολιτική
Η ευρωπαϊκή πολιτική για την προστασία των προστατευόμενων περιοχών συνίσταται:

  • Στην εφαρμογή μεθόδων καλλιέργειας, γεωργικών εισροών (λιπάσματα, γεωργικά φάρμακα, καύσιμα) και μηχανημάτων φιλικών προς το περιβάλλον, στη θέση σε αγρανάπαυση των καλλιεργούμενων εκτάσεων, στην αναδάσωση οριακών γαιών και στη βιολογική καλλιέργεια, σύμφωνα πάντα με το πνεύμα της αναθεωρημένης ΚΑΠ, που αναφέρθηκε παραπάνω.
  • Στην εφαρμογή προγραμμάτων που αποβλέπουν στην προστασία του περιβάλλοντος όπως, στην υιοθέτηση διεθνών συνθηκών-συμβάσεων και στην έκδοση εκ μέρους της ΕΕ οδηγιών για τη προστασία των προστατευόμενων περιοχών.

Εθνική πολιτική επιμέρους τομέων

Οικονομική πολιτική
Η οικονομική πολιτική της χώρας, χαράσσεται με βάση το πρόγραμμα σύγκλισης της ελληνικής οικονομίας με τις οικονομίες των άλλων χωρών της ΕΕ, που ενέκρινε η ΕΕ στα πλαίσια της συνθήκης του Μάαστριχτ. Το πρόγραμμα σύγκλισης αποτελεί, για τη χώρα, ένα οιονεί οικονομικό σύνταγμα (Οικονομικός Ταχυδρόμος 30/11/95). Για την επιτυχή σύγκλιση, η οικονομία της χώρας δέχθηκε μια σημαντική "μεταβίβαση πόρων" από την ΕΕ μέσω του β' ΚΠΣ και του Ταμείου Συνοχής, ύψους 2,5 εκ. ECU. Η οικονομική πολιτική για να επιτύχει τον ανωτέρω στόχο εφαρμόζει δύο πολιτικές φαινομενικά αντιφατικές, την πολιτική σταθεροποίησης (δημοσιονομικής εξυγίανσης) και την πολιτική ανάπτυξης. Η σταθεροποίηση επιβάλλεται για τη βελτίωση των μακροοικονομικών δεικτών της οικονομίας όπως δημόσια ελλείμματα, δημόσιο χρέος, πληθωρισμός και επιτυγχάνεται μέσω της εφαρμογής δημοσιονομικών μέτρων (αύξηση εσόδων και μείωση δαπανών). Η ανάπτυξη καθίσταται δυνατή, σε πρώτο στάδιο με την εκτέλεση μεγάλων έργων υποδομής (Κιντής, Α. 1995). Η βελτίωση των εξωτερικών οικονομιών που θα επιτευχθεί από το πρώτο στάδιο ανάπτυξης θα επιτρέψει την περαιτέρω ανάπτυξη της χώρας μέσω της διενέργειας παραγωγικών επενδύσεων, ιδίως των ιδιωτικών επενδύσεων.

Περιφερειακή πολιτική
Η περιφέρεια της χώρας εμφάνιζε και εμφανίζει ακόμα περιορισμένο βαθμό ανάπτυξης συγκριτικά με τα αστικά κέντρα κυρίως των Αθηνών και της θεσ/νίκης. Στα αστικά κέντρα συγκεντρώνεται το σημαντικότερο μέρος των συντελεστών παραγωγής, έτσι ακόμα και η σοβαρή υποβάθμιση της ποιότητας της ζωής σ' αυτά να μην αποθαρρύνει την εγκατάσταση νέων κατοίκων. Για να αναστραφεί η κατάσταση αυτή πρέπει να υπάρξει πολιτική βούληση για ανάπτυξη της περιφέρειας, πρώτον μέσα από ορθολογική διαχείριση και ενεργοποίηση των φυσικών πόρων που αυτή διαθέτει, όπως τα δάση, οι βοσκότοποι, τα νερά, τα θηράματα, η θάλασσα και οι παραλίες, το φυσικό περιβάλλον και τα τοπία αναψυχής και δεύτερον με την εκτέλεση έργων υποδομής και τη δημιουργία επιχειρήσεων με ταυτόχρονη εφαρμογή οικονομικών κινήτρων, που θα μειώνουν το κόστος επένδυσης και θα αυξάνουν την απόδοση των επιχειρησιακών κεφαλαίων.

Τα κίνητρα αυτά που στοχεύουν στην οικονομική και περιφερειακή ανάπτυξη της χώρας, καθορίζονται στον αναπτυξιακό νόμο 2234/1994 και περιλαμβάνουν την επιχορήγηση, δηλαδή την δωρεάν κεφαλαιακή ενίσχυση, την επιδότηση επιτοκίου μακροπρόθεσμων δανείων και τις αφορολόγητες εκπτώσεις στα υποκείμενα σε φορολογία καθαρά κέρδη των επιχειρήσεων (Δρυλλεράκης Ι. 1.1994, Χριστόπουλος, Κ. 1995). Σύμφωνα με το νόμο αυτό, οι νομοί της χώρας εντάσσονται σε πέντε ζώνες κινήτρων (Α έως Ε). Η μεταχείριση γίνεται ευνοϊκότερη, δηλαδή τα κίνητρα αυξάνουν με κατεύθυνση από την Α προς την Ε ζώνη.

Αγροτική πολιτική
Η αγροτική πολιτική που εφαρμόσθηκε στη χώρα κατά την περίοδο 1952-1973 έθεσε ως πρώτη προτεραιότητα το διαρθρωτικό εκσυγχρονισμό της γεωργίας, ενώ κατά την περίοδο 1972-1974 πρώτη προτεραιότητα της αγροτικής πολιτικής ήταν η στήριξη των τιμών και των εισοδημάτων των αγροτών. Η ΚΑΠ η οποία άρχισε να εφαρμόζεται από το 1981 με την ένταξη της χώρας στην ΕΕ, ήταν προσανατολισμένη προς τη στήριξη των τιμών και των εισοδημάτων των αγροτών.

Αποτέλεσμα, λοιπόν, της ακολουθούμενης αγροτικής πολιτικής κατά την τελευταία 20/ετία, είναι η γεωργία ως παραγωγικός κλάδος, να οδηγείται σε στασιμότητα και να υποβαθμίζεται η διεθνής ανταγωνιστικότητα του (Μαραβέγιας, Ν. 1995). Η ένταση του διεθνούς ανταγωνισμού που επέρχεται με την συμφωνία της GATT και η αδυναμία της αναθεωρημένης ΚΑΠ να στηρίξει τις τιμές και τα εισοδήματα των αγροτών, επιβάλλει στροφή της αγροτικής πολιτικής προς την αντιμετώπιση των θεσμικών και διαρθρωτικών προβλημάτων της ελληνικής γεωργίας με αύξηση των εθνικών πόρων (δημοσίων και ιδιωτικών).

Η αγροτική πολιτική στους επιμέρους κλάδους εκδηλώνεται ως εξής:

Γεωργία
Η γεωργική πολιτική αποβλέπει στη διεύρυνση της αγοράς των γεωργικών προϊόντων, στη δημιουργία επαγγελματιών γεωργών, στην ενεργοποίηση των υπηρεσιών υποστήριξης της γεωργίας, στην εξεύρεση λύσεων στα εγγειοδιαρθρωτικά προβλήματα της χώρας, στην παραγωγή προϊόντων χαμηλού κόστους και υψηλής ποιότητας, στα οποία η χώρα έχει συγκριτικά πλεονεκτήματα, στον εκσυγχρονισμό της γεωργικής υποδομής και στην αναζήτηση τρόπων χρηματοδότησης της γεωργικής ανάπτυξης (Βακάκης,Φ. 1995).

Κτηνοτροφία
Η κτηνοτροφική πολιτική αποβλέπει στη βελτίωση της βοσκοϊκανότητας των βοσκοτόπων, στην εφαρμογή προγραμμάτων αύξησης των ζωοτροφών, στην παραγωγή ζώων βελτιωμένου γενετικού δυναμικού, στην κτηνιατρική περίθαλψη του κτηνοτροφικού κεφαλαίου, στην εγκατάσταση οργανωμένων χώρων ενσταβλισμού και στη ρύθμιση των συσσωρευμένων χρεών των κτηνοτρόφων που οφείλονται στα αρνητικά ΝΕΠ (Νομισματικά εξισωτικά ποσά) της περιόδου 1983-1989, στα υψηλά επιτόκια, στην απελευθέρωση των ζωοτροφών και στις αθρόες εισαγωγές από την ΕΕ (Λατίφης, Κ. 1995).

Δασοπονία.
Η δασική πολιτική, στη χώρα μας, έχει ως βασικούς στόχους την προστασία και τη συντήρηση του δάσους, την οργάνωση της εκμετάλλευσης των δασών, τη δημιουργία προστατευτικού δάσους στις λεκάνες απορροής των χειμάρρων, την ανάπτυξη χώρων πρασίνου στα αστικά κέντρα, τη βελτίωση της οικονομίας του δασόβιου και παραδασόβιου πληθυσμού, τη βιομηχανική αξιοποίηση των προϊόντων του δάσους και την ανάπτυξη δασικής συνείδησης για τη χρησιμότητα του δάσους (Παπασταύρου, Α., Μακρής, Κ. 1986). Η αναγνώριση τελευταία των περιβαλλοντικών και κοινωνικό-πολιτιστικών ωφελειών του δάσους και η συνειδητοποίηση ότι ο σημαντικός αυτός φυσικός πόρος καταστρέφεται από ανθρωπογενείς επεμβάσεις, έχουν καταστήσει την προστασία και τη συντήρηση του διεθνώς ως τον πρωταρχικό σκοπό της δασικής πολιτικής. Το ότι η προστασία τους δάσους αποτελεί πρώτο στόχο της δασικής πολιτικής και στην χώρα μας, φαίνεται από το συνεχώς αυξανόμενο ποσοστό των πιστώσεων που διατίθενται για την προστασία του δάσους σε σχέση με τις συνολικές πιστώσεις της δασοπονίας, οι οποίες δυστυχώς, παρά την αναγνώριση της κεφαλαιώδους σημασίας του δάσους, είναι απελπιστικά χαμηλές μόλις το 0,47% των συνολικών επενδύσεων, που διενεργούνται στη χώρα. Στην περιοχή της Ευβοίας η διαχείριση των περιοχών του Δικτύου NATURA 2000, που θα προταθούν από τις ΕΠΜ, θα έχει ως βασικό στόχο την προστασία της δασικής βλάστησης, ενώ παράλληλα, θα ευνοηθεί και η ανάπτυξη των ανθρωπίνων δραστηριοτήτων σε τέτοια ένταση και σε εκείνους τους χώρους (ζώνες Διαχείρισης), ώστε να μη κινδυνεύει η προστασία τους.

Βιομηχανία-βιοτεχνία
Μεταπολεμικά, η βιομηχανική ανάπτυξη της χώρας εμφανίζει δύο στάδια, το στάδιο της βιομηχανικής ανάπτυξης και το στάδιο της αποβιομηχάνισης. Κατά το στάδιο της βιομηχανικής ανάπτυξης, περίοδος 1960-1980, το βιομηχανικό προϊόν της μεταποίησης αυξάνεται με ρυθμό 10% ενώ κατά το στάδιο της αποβιομηχάνισης, περίοδος 1980-95, η εφαρμοζόμενη τότε οικονομική πολιτική οδηγεί σε υποχώρηση των κερδών των επιχειρήσεων, η οποία πλήττει την επενδυτική δραστηριότητα, δημιουργεί προβληματικές επιχειρήσεις και τη βιομηχανία να εμφανίζει αρνητικούς δείκτες, με αποτέλεσμα η τιμή του δείκτη βιομηχανίας από 100 το 1980 να έχει το 1994 και 1995 τιμές αντίστοιχα 94,5 και 95,6 (Στράτος, Ι. 1990 και Βαμβουκάς, Γ. 1995). Για να μπει η βιομηχανία σε αναπτυξιακή τροχιά η βιομηχανική πολιτική αποβλέπει στην σταθεροποίηση της οικονομίας με στόχο να μειωθεί το κόστος των επενδύσεων, στη βελτίωση του επιχειρηματικού κλίματος μέσω αλλαγής του φορολογικού και θεσμικού καθεστώτος, στην επίσπευση των έργων υποδομής που χρηματοδοτούνται από την Ε.Ε., στον εκσυγχρονισμό του συστήματος παραγωγής, στη διεύρυνση των αγορών και στη βιομηχανική αποκέντρωση μέσω των αναπτυξιακών κινήτρων που έχουν θεσπιστεί με το νόμο 2234/92.

Τουριστική πολιτική
Ο τουρισμός αποτελεί για τη χώρα μας ένα από τους παραγωγικότερους κλάδους της εθνικής οικονομίας του οποίου η συμβολή στο ΑΕΠ και στην απασχόληση συνεχώς αυξάνεται. Το τουριστικό συνάλλαγμα της χώρας αποτελεί το 5% του ΑΕΠ (έτος 1995), ενώ το αντίστοιχο ποσοστό για την ΕΕ είναι 1,2% (Βαμβουκάς, Γ. 1995). Σύμφωνα όμως με τις εκτιμήσεις του Παγκόσμιου Συμβουλίου Τουρισμού και ταξιδιών (WTTC), μέχρι το 2010 αναμένεται να μειωθεί το τουριστικό ρεύμα προς την Ευρώπη με παράλληλη αύξηση του τουρισμού στην Ν.Α. Ασία και τον Ειρηνικό και ότι στην Ευρώπη η Ελλάδα θα καταλαμβάνει τις τελευταίες θέσεις (Παπανδρόπουλος, Α. 1995). Για να ξεπεραστούν αυτές οι δυσοίωνες προβλέψεις, η τουριστική πολιτική αποβλέπει στην επέκταση και ποιοτική αναβάθμιση των έργων υποδομής, στην βελτίωση των παρεχομένων τουριστικών υπηρεσιών, στην αύξηση της διαφημιστικής δαπάνης, στην αξιοποίηση του συγκριτικού πλεονεκτήματος της πολιτιστικής κληρονομιάς και στην ανάπτυξη ήπιων μορφών τουρισμού, όπως αγροτουρισμού, οικοτουρισμού και συνεδριακού τουρισμού. Οι περιοχές του δικτύου διαθέτουν αξιόλογους τουριστικούς πόρους, εντούτοις η τουριστική ανάπτυξη τους είναι υποτυπώδης, εξαιτίας των σημαντικών ελλείψεων που παρατηρούνται τόσο στην τεχνική και κοινωνική υποδομή της περιοχής όσο και στην τουριστική υποδομή της. Ο δασικός χώρος των περιοχών αυτών προσφέρεται για την ανάπτυξη ήπιων μορφών τουρισμού όπως αγροτουρισμού και οικοτουρισμού, ώστε η δημιουργία νέας πηγής εισοδήματος για τους κατοίκους να εδραιώσει τη θέληση τους για παραμονή στην περιοχή.

Καρέτσος Γεώργιος
Δασολόγος Δρ. Ερευνητής ΕΘΙΑΓΕ

© 1999-2010 Σερβιτόρος της Εύβοιας.
Απαγορεύεται η χρήση του περιεχομένου ή επανεκπομπή του, σε οποιοδήποτε μέσο,
μετά ή άνευ επεξεργασίας, χωρίς γραπτή άδεια του εκδότη.