Hλεκτρονικό περιοδικό με θέματα και ειδήσεις από την Εύβοια   ...στο διαδίκτυο από το 1999
Σερβιτόρος της Εύβοιας

Οι Γαλάτες της Εύβοιας και το μαγικό τους φίλτρο

Παρρησία - Μαθητικό περιοδικό περιβαλλοντικού και πολιτιστικού περιεχομένου, που εκδίδεται στο Γυμνάσιο Ψαχνών Ευβοίας υπό το συντονισμό του φιλόλογου Δημήτρη Μπαρσάκη, ως περιβαλλοντικό/πολιτιστικό Πρόγραμμα Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης. Τεύχος 7. Μάρτιος 2002

«Το γαλτσαδιώτικο νερό είναι παλαβονέρι
Παλαβωσάνε τα παιδιά, παλάβωσαν κι οι γέροι
Χωριό 'ναι κι η Μονοκαρυά, χωριό 'ναι τα Καμάρια
Σαν τους Γαλτσάδες το χωριό άλλο χωριό δεν είναι
Είναι ψηλό κι αγναντερό κι η βρύση του στο ρέμα
Πάν' τα κορίτσια για νερό, γυρίζουν φιλημένα»
(τοπικό τραγούδι)

Οι Γαλατσάδες είναι ένα ορεινό χωριουδάκι στο βόρειο άκρο της Εύβοιας, το οποίο ακόμη αντιστέκεται στην εισβολή των σύγχρονων «Ρωμαίων» κατακτητών. Όπως το θρυλικό γαλατικό χωριό, έχουν κι οι Γαλατσάδες το μαγικό τους φίλτρο, που δεν είναι άλλο από το θαυματουργό τους νερό. Και το δημοτικό τους τραγούδι γι' αυτό το νερό κυρίως μιλάει. Δε μας ενδιαφέρει τόσο η επιστημονική ανάλυση του νερού, όσο μας ενδιαφέρει η βαθιά πίστη των παλιών κατοίκων στη θαυματουργή του δύναμη. Μας εντυπωσιάζει δε το γεγονός ότι ο καρκίνος δε ζυγώνει τους Γαλατσάδες. Πώς να εξηγηθεί τούτο το μοναδικό φαινόμενο;

ΓΕΝΙΚΑ
Το χωριό είναι χτισμένο στα 500 μέτρα ψηλά, πάνω στο όρος Τελέθριο, του οποίου η κορυφή φτάνει τα 790 μέτρα ύψος. Η βλάστηση είναι πλούσια και σε ορισμένα σημεία οργιαστική. Από το χωριό το μάτι φτάνει ως τον Παγασητικό, ως τη Σκιάθο και τη Σκόπελο.

Χαμηλότερα και σε πολύ μικρή απόσταση από τους Γαλατσάδες, βρίσκεται ο οικισμός των Καματριάδων, που τον έφτιαξαν κάποτε Γαλατσαδιώτες, προκειμένου να ασχοληθούν με τη γεωργία, χρησιμοποιώντας για το όργωμα τα καματερά, τα βόδια.

Το όνομα «Γαλατσάδες» οφείλεται κατά πάσα πιθανότητα στο ότι οι κάτοικοι ασχολούνταν κυρίως με την κτηνοτροφία και έκαναν εμπόριο γάλατος («γαλατάδες» και ορθότερα «γαλακτάδες»).


Ο Γαλατσαδιώτης φιλόλογος, κ. Β. Στεργίου, μιλάει με συγκίνηση και περηφάνια για το παρελθόν του χωριού του.

ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΘΡΥΛΟΙ
Με ξεναγό έναν Γαλατσαδιώτη φιλόλογο καθηγητή, τον κ. Βασίλη Στεργίου, κάναμε ένα γοητευτικό ταξίδι στο χωριό, ξεκινώντας από την ιστορία και τους θρύλους του, για να φτάσουμε ως τη σημερινή πραγματικότητα. Είναι βέβαιο ότι το χωριό ήταν κεφαλοχώρι επί Τουρκοκρατίας. Εκεί είχε την έδρα του ο Τούρκος αγάς, ο οποίος είχε καλές σχέσεις με τους ντόπιους. Φερόταν ως φιλοξενούμενος και οι κάτοικοι της περιοχής τον συμπαθούσαν, εκτιμώντας την ηπιότητά του. Όμως, η μοίρα τον χτύπησε άσχημα τον αγά. Ας ακούσουμε τον κ. Στεργίου: «Μια μέρα ο γιος του αγά έπαιζε με άλλα παιδιά, κοντά στο ρέμα. Εκεί, όπως και σήμερα, είναι γεμάτος ψηλά πλατάνια ο τόπος. Το παιδί σκαρφάλωσε σ' ένα μεγάλο πλάτανο, να βρει φωλιές πουλιών. Σ' ένα κλωνάρι αντίκρισε ένα φίδι και τρόμαξε τόσο που γλίστρησε κι έπεσε από μεγάλο ύψος. Το παιδί του αγά, που το λέγαν Μουσταφά, σκοτώθηκε κι ο πατέρας του αποφάσισε να φτιάξει εκεί μια βρύση, πράγμα που συνηθίζουν οι μουσουλμάνοι σ' αυτές τις περιπτώσεις. Είναι η βρύση που υπάρχει ως τα σήμερα και φέρει πάνω της την επιγραφή στα αραβικά: «Ο διαβάτης που περνά ας πίνει νερό και ας συγχωρεί την ψυχή του Μουσταφά».

Από τα χρόνια της Τουρκοκρατίας υπήρχε ναός του Αγίου Αθανασίου. Ο Αγιος βοηθούσε πάντα το χωριό. Είχε σώσει τον πληθυσμό από λοιμό, είχε κάνει θαύματα και στον Αγώνα για την απελευθέρωση από τους Τούρκους. Ως τα σήμερα είναι ο προστάτης και πολιούχος των Γαλατσάδων.

«Στην επανάσταση του '21, οι Γαλατσάδες έδωσαν παλικάρια. Τον Αγώνα στη Βόρεια Εύβοια είχαν αναλάβει οι Μπαλαλαίοι από τους Γαλατσάδες, 5 αδέρφια και 20 ξαδέρφια. Είχαν συμπολεμήσει με τον Αγγελή Γοβιό και με άλλους ήρωες. Το τραγικό είναι ότι ήρθαν και σε σύγκρουση με τον Γοβιό και σκοτώθηκαν τα 4 αδέρφια. Γλίτωσε ο ένας, ο Θανάσης Μπαλαλάς, ο οποίος λέγεται ότι παλιότερα είχε βρεθεί και στο παλάτι του Αλή - Πασά, μαζί με τον Ανδρούτσο. Μπαλαλαίοι είχαν πολεμήσει και στη Γραβιά, μαζί με τον Ανδρούτσο».

ΤΟ ΚΟΝΤΙΝΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ
Μέχρι πριν λίγες δεκαετίες, οι Γαλατσάδες ήταν ένα από τα 4 μεγαλύτερα χωριά της Β. Εύβοιας κι ας απορήσουν οι περισσότεροι Ευβοιώτες, που ούτε το όνομα του χωριού δεν έτυχε να ακούσουν. Στη δεκαετία του '50, το σχολείο των Γαλατσάδων είχε περίπου 100 παιδιά. Οι κάτοικοι ασχολούνταν με την κτηνοτροφία και την υλοτομία. Δούλευαν πολύ και γλεντούσαν πολύ. Γλέντια ιδιωτικά δεν υπήρχαν, όλο το χωριό συμμετείχε κάθε φορά. Ξεκινούσαν, για παράδειγμα, το γλέντι για ένα γάμο από την Πέμπτη και τελείωναν την Κυριακή, με συνεχιζόμενο φαγοπότι και χορό. Έπιναν πολύ κρασί, που το έφτιαχναν, βέβαια, οι ίδιοι. Οι υλοτόμοι γύριζαν από το δάσος κάθε Παρασκευή ή Σάββατο κι αντί να πάνε σπίτι τους, πήγαιναν στην καφενοταβέρνα κι έπιναν κρασί ως την Κυριακή ή και τη Δευτέρα. Δεν μεθούσαν, γιατί ήταν και το κρασί αγνό, ήταν κι αυτοί πολύ γεροί άνθρωποι, υγιείς άνθρωποι. Τρέφονταν από τα δικά τους προϊόντα, κρέατα και τυριά και λαχανικά, πεντακάθαρα όλα. Έπιναν απ' το δικό τους το νερό, αυτό το «παλαβονέρι» της παμπάλαιας βρύσης, που ξεπήδαγε κρούσταλο μέσα από την ψυχή του Τελέθριου όρους.

Μέχρι τον καιρό μας το χωριό αυτό δεν γνώρισε τον καρκίνο και άλλες βαριές αρρώστιες. Οι άνθρωποι πάντα εύθυμοι, καλοσυνάτοι και πολύ φιλόξενοι, ευλογημένοι με μακροζωία.


Η ιστορική βρύση, απ' όπου ρέει το θαυματουργό γαλατσαδιώτικο νερό. Αριστερά: Όπως διετηρείτο επί εκατοντάδες χρόνια. Δεξιά: Όπως πρόσφατα διαμορφώθηκε, με κυρίαρχη την παρουσία του τσιμέντου στους αρμούς.

ΤΟ ΠΑΡΟΝ ΚΑΙ ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ
ΥΠΑΡΧΕΙ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΔΗΜΟΓΡΑΦΙΚΟ, μας λέει ο κ. Στεργίου και εξηγεί: «Ο πληθυσμός έχει μειωθεί κατά πολύ, οι νέοι πάνε στην Ιστιαία, στην Αιδηψό κι αρκετοί στην Αθήνα. Από 100 παιδιά, που είχε παλιότερα το σχολείο, έφτασε να έχει 30 στα δικά μου σχολικά χρόνια, ενώ σήμερα δεν έχει κανένα. Έκλεισε πια το σχολείο του χωριού. Ολόκληρες οικογένειες σηκώνονται και φεύγουν. Μόνο οι γέροντες έμειναν, το πολύ 100 ψυχές, που ζουν χειμώνα καλοκαίρι εδώ. Είναι, φαίνεται, η μοίρα των μικρών ορεινών χωριών. Το καλοκαίρι, πάντως έρχονται παραθεριστές, από την Αθήνα κυρίως. Βέβαια, οι παραθεριστές έχουν άλλη νοοτροπία, ντόπιοι δε γίνονται, κι ας έχουν αγοράσει σπίτια στο χωριό κι ας έχουν τόσο καλές σχέσεις με τους χωρικούς. Αλλη νοοτροπία, βλέπεις. Να πούμε, όμως, ότι προσφέρουν πολλά οι παραθεριστές, γιατί έχουν αγοράσει παλιά ερειπωμένα σπίτια και τα έχουν αναπαλαιώσει, σεβόμενοι την αρχιτεκτονική του χωριού και το περιβάλλον. Έτσι, σώθηκαν πολλά σπίτια από το γκρέμισμα». Όπως μαθαίνουμε, οι άνθρωποι που αποφάσισαν να αγοράσουν και να αναπαλαιώσουν ένα παλιό σπίτι στους Γαλατσάδες, είναι άνθρωποι καλλιεργημένοι, με ευαισθησία και αγάπη για τον τόπο και το φυσικό του περιβάλλον. Συνεπώς, δεν πρόκειται για «Ρωμαίους» κατακτητές.

ΥΠΑΡΧΕΙ, ΟΜΩΣ, ΕΝΑΣ ΥΠΟΥΛΟΣ ΕΙΣΒΟΛΕΑΣ. Πώς θα μπορούσε και σ' αυτό το χωριουδάκι να μην εισβάλει η τηλεόραση; «Είναι γεγονός», λέει ο κ. Στεργίου, «η κουβέντα η ανθρώπινη, στο καφενείο, εκτοπίσθηκε από τα ανόητα σήριαλ. Υπάρχει πλέον σοβαρός κίνδυνος αλλοτρίωσης των σεμνών και αληθινών ανθρώπων, που αιώνες τώρα είχαν ταχθεί να φυλάσσουν Θερμοπύλες».

ΤΟ ΚΛΕΙΣΙΜΟ ΤΟΥ ΣΧΟΛΕΙΟΥ ΤΟ ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΕ ΑΛΛΟ ΚΑΚΟ. Η πολιτεία το μετέτρεψε σε αποθήκη μηχανημάτων του ΟΤΕ, όπου εγκαταστάθηκαν και οι κεραίες των τηλεπικοινωνιών, με όλες τις εύλογες συνέπειες. Πού; Στους Γαλατσάδες! Αυτό κι αν δεν είναι ύβρις. Κανείς δε σκέφτηκε να χρησιμοποιήσει το σχολείο ως κέντρο πολιτισμού και λαογραφικό μουσείο, να φιλοξενεί τις ένδοξες μνήμες μιας ζωής γεμάτης αυθεντικότητα, αξιοπρέπεια, αγνότητα και περηφάνια.

Η ΤΡΑΓΟΥΔΙΣΜΕΝΗ ΒΡΥΣΗ ΚΑΚΟΠΟΙΗΘΗΚΕ ΠΡΟΣΦΑΤΑ. Επί αιώνες η βρύση ήταν το κέντρο, όπου συναντιόνταν όλοι οι χωριανοί, αν και βρίσκεται λίγο έξω απ' το χωριό. Πήγαιναν οι κοπέλες κι έφερναν με τις στάμνες κρουσταλένιο νερό ή έπλεναν, δίπλα στο ρέμα, τα λευκόρουχά τους. Και το νερό ήταν αγίασμα. Δεν καταλαβαίνεις να χορταίνεις, όσο κι αν πιεις. Έχει μια ιδιαίτερη γεύση αυτό το νερό, που αλλού δεν την βρίσκεις. Λέει ο κ. Στεργίου: «Εμείς αυτό το νερό το έχουμε συνηθίσει, γιατί ανέκαθεν το πίναμε, αλλά αξίζει να δει κανείς πώς αντιδρούν οι Αθηναίοι όταν το πρωτοπίνουν. Τα χάνουν. Νιώθουν σα να παίρνουν κάποιο δυναμωτικό. Προσπαθούν να περιγράψουν τι νιώθουν, αλλά δεν περιγράφεται. Μια δύναμη, μια ευφορία σου φέρνει αυτό το νερό».

Το νερό είναι ίδιο, εκατοντάδες χρόνια, αλλά δεν ισχύει τούτο και για τη βρύση, η οποία σώζεται μεν, αλλά τα τελευταία χρόνια κακοποιήθηκε από την ανευθυνότητα κάποιων. «Κάποιοι άσχετοι, κάποιοι άνθρωποι ανεύθυνοι πήγαν κι έριξαν τσιμέντο στη βρύση, για να τη «σουλουπώσουν» και να δέσουν τους αρμούς. Βέβαια κάποιοι άλλοι ανεύθυνοι τους έστειλαν να κάνουν αυτή τη δουλειά, επίσης άσχετοι. Οι αρχές ευθύνονται για τη βλακεία. Και τώρα θα πρέπει να ξύνουμε το τσιμέντο, για να ξαναμείνει η πέτρα καθαρή. Αν, όμως, θέλουν κάτι να κάνουν, ας κάνουν κάτι καλό. Ας ξαναφτιάξουν το πλακόστρωτο μονοπάτι ως τη βρύση, ας βάλουν και μερικά παγκάκια. Τώρα υπαγόμαστε στο Δήμο Ιστιαίας και πρέπει, αφού δεν μπορούμε από μόνοι μας, να προστατεύει ο δήμος την πολιτιστική μας κληρονομιά».

Μαθαίνουμε επίσης, ότι πάλι κάποιοι «φωστήρες» είχαν τη φαεινή ιδέα να στρώσουν το καλντερίμι με τσιμέντο. Αυτό, που πρέπει να γίνει τώρα, είναι να ξηλωθεί το τσιμέντο και να αποκαλυφθεί το παλιό πλακόστρωτο, στο δρομάκι για τη βρύση.

ΟΙ ΑΠΕΙΛΕΣ ΠΟΛΛΑΠΛΑΣΙΑΖΟΝΤΑΙ. Μπορεί να αντιστέκονται οι λιγοστοί κάτοικοι, μα οι δυνάμεις της τρελής ανάπτυξης δεν τους υπολογίζουν. Η υλοτομία ξεπέρασε τα μέτρα. Δεν βρίσκεις πια τα δέντρα των 300-400 χρόνων, τις σεβάσμιες δρυς, γιατί τα αφανίζουν με γοργούς ρυθμούς. Το δάσος είναι ανοιχτό στον καθένα, στον κάθε αδίστακτο έμπορο. Ανοίχτηκαν δρόμοι παντού, εκεί που ήταν μόνο στενά μονοπάτια. Περνούν τώρα με άνεση τα μηχανήματα και κάνουν την καταστροφή.

του Βαγγέλη Τόλη

© 1999-2010 Σερβιτόρος της Εύβοιας.
Απαγορεύεται η χρήση του περιεχομένου ή επανεκπομπή του, σε οποιοδήποτε μέσο,
μετά ή άνευ επεξεργασίας, χωρίς γραπτή άδεια του εκδότη.