Δεν θα ήταν ποτέ δυνατόν όλοι ή οι περισσότεροι άνθρωποι να είμαστε ποιητές, αλλά θα ήταν δυνατόν να είμαστε ποιητικοί, να αντιλαμβανόμαστε και να ζούμε την πραγματικότητα ποιητικά, εφόσον όλοι φέρουμε εμφύτως το χάρισμα του ποιητικού αισθητηρίου, το οποίο, εάν εγκαίρως τύχει της απαιτούμενης καλλιέργειας, αναπτύσσεται και ευδοκιμεί, ενώ στην αντίθετη και, δυστυχώς, συνήθη περίπτωση, φθίνει και εκλείπει, ανεπιστρεπτί. Ήδη, κατά τη διάρκεια της εφηβικής ηλικίας, όπως η κοινή εμπειρία πιστοποιεί, ολοκληρώνεται η διαδικασία είτε της οριστικής θεμελίωσης είτε της οριστικής εκρίζωσης του ποιητικού αισθητηρίου.
Κρίσιμα, επί του προκειμένου, είναι τα μαθητικά χρόνια και άκρως καθοριστικός ο ρόλος των εκ του κοινωνικού περιβάλλοντος παρεχομένων ερεθισμάτων, δεδομένου ότι «εύπλαστον και υγρόν η νεότης και ταις τούτων ψυχαίς τα μαθήματα εντήκεται» (Αριστοτέλης). Κατά συνέπεια, αν υπάρχει τόση πολλή πεζότητα και τόση λίγη ποιητικότητα στον κόσμο μας, είναι διότι απλούστατα αυτό επιλέγει η ίδια μας η κοινωνία, το σχολείο και η οικογένεια. Έλεγε, μάλιστα, με πικρή αισιοδοξία, ο φιλόσοφος Γιντού Κρισναμούρτι ότι: «αρκεί μια γενιά ανθρώπων να μεγαλώσει τα παιδιά της μαθαίνοντάς τα ν' αγαπούν την ειρήνη και πόλεμος ποτέ δεν θα ξαναγίνει».
Αλλά, αντί να φανταστούμε και να οραματιστούμε έναν κόσμο ειρηνικό και, βεβαίως, ποιητικό, σπεύδουμε οι πλείστοι να καταδικάσουμε το όραμα, υπερασπιζόμενοι το κοινωνικό μας κατεστημένο, στο όνομα ενός ψευδεπίγραφου ρεαλισμού και απατηλού ορθολογισμού. Επιμένουμε να επιλέγουμε το δρόμο της πεζότητας, τον εύκολο δρόμο αναμφίβολα, που δεν μπορεί παρά να είναι... κατηφορικός.
Τοιουτοτρόπως, κληροδοτείται σε κάθε καινούργια γενιά μια αντιποιητική πραγματικότητα, η οποία βασίζεται, κατά κύριο λόγο στη βία, στον ανταγωνισμό, στον ατομικισμό, στην υλοφροσύνη, στην κακογουστιά, στη ρηχότητα, στην αλαζονεία, στην απάθεια. Αν, λοιπόν, εντός αυτής της πραγματικότητας, ένα παιδί γράφει ποιήματα, στην ουσία κάνει αντίσταση αντιστέκεται στον ολοκληρωτισμό της πεζότητας, αψηφώντας και αντιμετωπίζοντας με «αρετήν και τόλμην» το φόβο, την ντροπή και το χλευασμό, που συνιστούν αιχμές μιας μεθοδευμένης απειλής εκ μέρους του απρόσωπου κατεστημένου.
Όμως, κατά τον Εντγκάρ Μορέν, πλησιάζει η ώρα μιας νέας πανανθρώπινης επανάστασης, της ποιητικής επανάστασης, η οποία προβλέπεται να αλλάξει τον κόσμο και να επαναπροσδιορίσει την πραγματικότητα με κριτήρια ποιητικά. Αυτός είναι και ο στόχος των Αγώνων μας, έστω και στα στενά γεωγραφικά πλαίσια του τόπου μας, να σταλούν μηνύματα και να δοθούν ερεθίσματα, ώστε να κρατηθεί ζωντανή η έμφυτη ποιητικότητα των παιδιών, εκ της οποίας πηγάζει η αγάπη, η ειλικρίνεια, η καλαισθησία, η ανιδιοτέλεια, η ευαισθησία, η σεμνότητα, ο οραματισμός.
Μπορεί, βέβαια, η ποίηση να «διδάσκεται» στα σχολεία, αλλά ας μην ξεγελιόμαστε. Δεν έχει καμία σχέση με ποίηση η νεκροτομική προσέγγιση ενός ποιήματος, στα πλαίσια διεκπεραίωσης της λεγόμενης διδακτέας ύλης. Είναι φυσικό τούτο, αν αναλογιστούμε ότι η ομορφιά και η αθωότητα, τα όπλα της ποίησης (σύμφωνα με τον Οδυσσέα Ελύτη), θέτουν ευρύτερα υπό αμφισβήτηση παν τι δογματικό και εξουσιαστικό της ζωής μας.
Τέλος, άξια επισήμανσης είναι η αδυναμία ακόμα και ειδημόνων των ποιητικών πραγμάτων να αντιληφθούν κάποιες ζωτικές παραμέτρους του ζητήματος, όπως λόγου χάριν το γεγονός ότι η ενέργεια των παιδιών να γράφουν και να δημοσιοποιούν ένα ποίημα τους, υπό καθεστώς αποθάρρυνσης και αρνητικότητας, αποτελεί από μόνη της ένα ποίημα, ένα ανεκτίμητης αξίας επαναστατικό ποίημα, ανεξαρτήτως της όποιας λογοτεχνικής αξίας της συμμετοχής τους.
Όντως, θα είχαν πολύ μικρότερη σημασία και προσφορά οι απευθυνόμενοι σε παιδιά γυμνασιακής και λυκειακής ηλικίας Ποιητικοί μας Αγώνες, αν απλώς και μόνον αποσκοπούσαν στην ανάδειξη κάποιων νεαρών ταλέντων του ποιητικού λόγου, κατά τον τρόπο των ποιητικών διαγωνισμών για ενηλίκους, στους οποίους έχει ομολογουμένως παρεισφρήσει αρκετή... πεζότητα. Οπωσδήποτε, μας ενδιαφέρουν τα δέντρα, αλλά επιμένουμε να βλέπουμε το δάσος πρώτα... Δημ. Μπαρσάκης
|