Τα φευγαλέα λιβάδια Στα άγονα βουνά και στις πλαγιές χιλιάδες ριγμένα μες το αίμα σώματα εκεί που κάποτε λουλούδια και χαρές ζωντάνευαν κι ομόρφαιναν τα πάντα και χαρωπά τραγούδια γέμιζαν τα στόματα...
Εκεί που βρίσκονταν τα πρόσκαιρα λιβάδια -τα ποθητά απ' όλους τους λαούς- εκεί που τώρα είναι τάφος αθώων κι ενόχων, τάφος αλλιώτικος, δίχως άνθη, μόνο αγκάθια - του πολέμου αγκάθια...
Σ' εκείνα της ερήμου τα λιβάδια τ' αγκαλιασμένα από ελάχιστες βροχές, εκείνα που κάποτε μάχονταν για χάρη τους τόσα παλικάρια, οι αδάμαστοι βεδουίνοι μες των αιώνων τα πλάτη.
Εκεί τώρα ο πόνος κι η οδύνη βασιλεύουν, πιο ερημική από ποτέ η έρημος φαντάζει και με τρομάζει. Απλώθηκε παντού ο πόλεμος κι η λύπη και τίποτα όπως παλιά δεν μοιάζει. Για πάντα χαμένο το λιβάδι, όπως απ' τα μουντά τους πρόσωπα το γέλιο. Οι ελπίδες - άγγελοι που φτερουγίζουν πληγωμένοι - φεύγουν κι οι ψυχές πλανώνται στον αγέρα, ανήμπορες βοήθεια να προσφέρουν.
Κι όμως! Για άκου! Ακου τις φωνές! Λένε «όχι, όχι, πολύ χύθηκε αίμα ως τώρα, πρέπει να σταματήσει κάποτε αυτή η - από δάκρυα - μπόρα!» Μπόρα που όλους παρασύρει, είναι του πολέμου η φρικτή ώρα, γεμάτη πόνο, θλίψη και κακό που δεν ξεγίνεται. Μόνο ξεχύνεται ο όχλος αλύπητα χτυπώντας ό,τι βρει σ' εκείνα τα πλατιά τα μέρη τ' ατέλειωτα.
Τις ψυχές νιώθεις. Τόσοι νεκροί την τελευταία τους αφήσανε εκεί πνοή. Μοιάζει το λιβάδι με την ψυχή του καθενός: άδεια, κενή... πάει χάθηκε το φως, τώρα, μα και για πάντα; Κλείσε τα μάτια και άκου καλά τις φωνές: «τόσες ζωές άδικα είναι χαμένες» και η καμπάνα του χάους βογκά όλο και πιο δυνατά....
Αικατερίνη Τσιτσοπούλου (Γυμνάσιο Ιστιαίας)
|