Δώσε μου λίγο ήλιο για απάγκιο, μια στάλα από τη δροσιά σου να έρθω να ξεκουράσω αυτό το ιδρωμένο από την κούραση κορμί.
Χρόνια αργότερα θα γύρναγα εκεί ψιθυρίζοντας τους μαραμένους αυτούς στίχους. Η ομορφιά της δεν περιγράφεται με λέξεις. Έκλεισα τα μάτια για να βρω μια χούφτα πολύχρωμες αναμνήσεις.
Είδα εκείνο το δρόμο με τα μικρά ασβεστωμένα προσφυγικά σπιτάκια να λάμπουν σαν βότσαλα στην ακροθαλασσιά. Τις γυναίκες να κάθονται στις μικρές αυλές με το γιασεμί μιλώντας για τα βάσανα, τις χαρές και τις εμπειρίες μιας ζωής σαν παραμύθι. Τα παιδιά να μαζεύονται κάτω από το γέρο πλάτανο να μιλούν για ιστορίες φαντασμάτων να παίζουν κρυφτό στο «στοιχειωμένο» σπίτι να ψάχνουν πάντα για ένα αμύθητο θησαυρό.
Ακουσα τη βαριά και σταθερή φωνή του μανάβη όταν πέρναγε από το δρόμο όπως κάθε πρωί στις δέκα. Τη φασαρία που έκαναν τα χελιδόνια στα κεραμίδια κάθε καλοκαίρι. Το κελάηδισμα των πουλιών του γέρο πλάτανου κάθε που ο ήλιος ακουμπούσε τη θάλασσα.
Αγγιξα το λεπτό κορμό κάθε ακακίας σε εκείνο το δρόμο προσπαθώντας να νιώσω το δούλεμα που γινόταν μέσα. Τις πρωινές δροσοσταλίδες στα τριαντάφυλλα του πάρκου. Τα απλωμένα στο πεζοδρόμιο δίχτυα.
Μύρισα το απαλό άρωμα του γιασεμιού που αιωρούνταν κάθε απόγευμα σε εκείνο το δρόμο. Τη λεπτή μυρωδιά που έβγαζε το γρασίδι κάθε που το πότιζαν. Το σώμα μου κάθε που γύριζα από τη θάλασσα.
Γεύτηκα τα γλυκά του κουταλιού και τη μαρμελάδα βερίκοκο που έφτιαχνε η γιαγιά μου. Τις σαρδέλες που έψηναν κάθε καλοκαίρι στις αυλές με τα γιασεμιά το βρεγμένο με τη ζάχαρη ψωμί που έτρωγα κάθε απόγευμα.
Και μέσα σε όλα αυτά ο παππούς μου. Με τα άσπρα του μαλλιά και τα ροζιασμένα του χέρια με το βαρελάκι του το κρασί και τα τρύπια του δίχτυα με τις βαθιές ρυτίδες του, το μουστάκι και τα μουρμουρητά του να κάθεται με παρέα μέσα στη μοναξιά του περιμένοντάς με πάντα να γυρίσω.
Δώσε μου λίγο ήλιο για απάγκιο, μια στάλα από τη δροσιά σου να έρθω να ξεκουράσω αυτό το ιδρωμένο από την κούραση κορμί.
Χρόνια αργότερα γύρισα εκεί ψιθυρίζοντας τους μαραμένους αυτούς στίχους.
Μαρία Γαλάνη (Λύκειο Κανήθου Χαλκίδας)
|