Στην Τσούκα, πριν από χρόνια, είχανε τον αγαθό και πτωχό τω πνεύματι Γιάννη.
Ο αγαθός Γιάννης ήτανε η διασκέδαση του χωριού με τα καμώματά του.
Μεγαλώνοντας, η μοναδική του έγνοια ήταν η παντρειά. Όπου ήταν τον έβρισκες γυναίκα σου ζητούσε.
Είδαν κι από είδαν οι χωριανοί και αποφάσισαν να τον παντρέψουν.
Ειδοποίησαν το Γιάννη ότι βρέθηκε νύφη και να ετοιμάζεται για γαμπρός.
Τα πειραχτήρια του χωριού επί το έργον. Ειδοποίησαν τον Γιάννη ότι ο γάμος θα γινόταν σ' ένα ξωκλήσι του χωριού, ντύθηκε ένας παπάς, έβαλε για καλιμάχι ένα μουτζουρωμένο τέντζερι, ντύθηκε και κάποιος άλλος νύφη, φορώντας για νυφικό ένα λευκό σεντόνι, φόρεσε στο κεφάλι ένα άσπρο μαντίλι στολισμένο με άσπρες μαργαρίτες κι ένα απόβραδο στο ξωκλήσι του χωριού έγινε η τέλεση του μυστηρίου.
Ντυμένος στα καλά του ο Γιάννης, γεμάτος ευτυχία που το όνειρό του γινότανε πραγματικότητα, καμάρωνε δίπλα στη νύφη, σαν γύφτικο σκερπάνι.
Λοξοκοιτούσε τη νύφη, που είχε κατεβασμένο το κεφάλι της πάτησε και το πόδι την κατάλληλη στιγμή κι όλα τελείωσαν όμορφα κι ωραία.
Οι κουμπάροι είχανε ετοιμάσει και γαμήλιο τραπέζι, έφαγαν, ήπιαν, χόρεψαν, ευχήθηκαν στο Γιάννη καλούς απογόνους κι αργά τη νύχτα έφυγε ο καθένας για το σπίτι του.
Ο Γιάννης γεμάτος χαρά, πήρε τη νύφη και την οδήγησε στο σπίτι του, στην νυφική παστάδα.
Δεν πέρασε πολλή ώρα, όταν το χωριό ξεσηκώθηκε από τις φωνές του Γιάννη.
Ημίγυμνος ο Γιάννης έτρεχε στους δρόμους του χωριού φωνάζοντας: Α, είν' κουίτσ, α, είν κουίτ.
|