Hλεκτρονικό περιοδικό με θέματα και ειδήσεις από την Εύβοια   ...στο διαδίκτυο από το 1999
Σερβιτόρος της Εύβοιας

Πως ήταν κτισμένα τα χωριά της Βόρειας Εύβοιας την περίοδο της Τουρκοκρατίας

Βόρεια Εύβοια - Μηνιαία εφημερίδα ενημέρωσης της βόρειας Εύβοιας. Επικοινωνία: Πάνος Βασιλόπουλος Τηλ.: 22270 31261 email: [email protected]
Έκδοση: Οκτώβριος 2003
Περισσότερα άρθρα από την έκδοση
Περισσότερες εκδόσεις

Η " Β.Ε" στην στήλη της Ιστορία - Λαογραφία - Παράδοση θα παραθέσει σε συνέχειες το έργο του Δάσκαλου Γεωργίου Κ. Αφένδρα με τίτλο " Λαογραφικά της Βόρειας Εύβοιας", που είχε δημοσιευτεί και στον θ΄ τόμο της Εταιρείας Ευβοϊκών Σπουδών το 1962. Θεωρούμε σημαντικό το έργο του Δασκάλου από το Αχλάδι γιατί δίνει με σαφήνεια την πολιτισμική εικόνα της Βόρειας Εύβοιας.

Το όλο συγκρότημα (του χωριού) το αποτελούσε ένα μεγάλο τετράγωνο. Τας τρείς πλευράς του τετραγώνου πιάνανε τα καλύβια ή αι χαμοκέλες των κολήγων ραγιάδων, με τις πόρτες, τα παράθυρα και τους φούρνους προς τα μέσα. Στο μέσον ήταν το κονάκι του Αφεντικού με μια πόρτα συνήθως σιδερένια και τα παράθυρα υψηλά πολύ από το έδαφος. Την προσθινή πλευρά του τετραγώνου πιάνανε δευτερεύοντα κτίσματα, οι στάβλοι και οι αποθήκες του Αφέντη και κατοικούσαν οι υπηρέτες του και οι φύλακες. Πέρα μακριά από το συγκρότημα αυτό φτιάχνανε μια μικρή χαμηλή εκκλησία. Την φτιάχνανε χαμηλή, κατά τον Θεοφιλέστατον Επίσκοπον Θαυμακού κ. Χρυσόστομον Θέμελην, για να μην μπορούν οι Τούρκοι να την χρησιμοποιούν ως στάβλο. Όπισθεν της εκκλησίας ήτο το νεκροταφείο, άφρακτο ή φραγμένο με ξυλίνους πασσάλους, και από παρακείμενο δένδρο κρεμασμένο το σήμαντρο, σιδερένιο ή ξύλινο. Στο χωριό μου το σήμαντρο ήταν σιδερένιο, εσώζετο μέχρι το 1905, ότε εγώ διορίστηκα δάσκαλος και το χρησιμοποιούσα για το σχολείο ως κώδωνα.

Από τις άλλες πλευρές πάλιν μακριά ήτανε τα αλώνια τους. όλα τα αλώνια δεν ήταν σε μια θέση. Είχανε πάνω αλώνια, κάτω αλώνια, πέρα αλώνια. Τα αλώνια ήταν άλλα μοναχικά, για έναν δηλαδή γεωργόν και άλλα κοληγικά, που ήταν δύο γεωργοί και στο αλώνισμα κάναν κοληγιά δηλαδή αλληλοβοηθούντο. Σε μια άκρη των αλωνιών φτιάχνανε τις αχυροκαλύβες, όπου τοποθετούσαν τις κτηνοτροφές και μερικά εργαλεία των, τα φκούλια, τις ροκάνες. Η βρύση ή το πηγάδι που υδρεύοντο ήταν ή μέσα στο συγκρότημα ή απέξω, πλησίον στο κονάκι. Κάθε χωριό δεν είχε παπά, γιατί ήσαν μικρά τα χωριά. Δύο ή τρία χωριά είχαν έναν παπά τον οποίον ήμειβαν με ένα κοιλό στάρι το χρόνο. Κοιλό εδώ ήταν μέτρον χωρητικότητας 22 οκάδων και εκαλείτο ρόγα. Πολλάκις ήρχοντο και καλογεροπαπάδες από τα απέναντι νησιά Σποράδες και το Αγιο Όρος. Από έγγραφα των Γενικών Αρχείων του Κράτους μανθάνομεν, ότι οι χωρικοί έδιδαν εις τον τιμαριούχον ωρισμένον αριθμόν κοιλών σίτου ή ωρισμένον ποσόν βουτύρου. Εις άλλα τσιφλίκια πάλιν ο ιδιοκτήτης ελάμβανε το 1/3 της παραγωγής. Οι κάτοικοι της περιοχής αυτής δεν είχαν επικοινωνία με την Χαλκίδα, διότι η εκεί μετάβασις ήταν επικίνδυνος και δύσκολος, περισσότερο επικοινωνούσαν με το Ξηροχώρι, τας απέναντι νήσους, τα 24 χωριά του Πηλίου και την απέναντι Ρούμελη. Οι κάτοικοι συν τω χρόνω συνήθισαν και άρχισαν να αναλαμβάνουν ηθικώς και οικονομικώς, αλλά τους τρόμαζαν συχνά οι πειραταί. Τα παράλια χωριά Μαντούδι, Στροφυλιά, Αγία Αννα, Αχλάδι, Κοτσικιά, Βασιλικό, Ελληνικά, Πύλη υφίσταντο τακτικές επιδρομές. Δύο παράλιες θέσεις με το τοπώνυμον " Σαρακήνικο" μαρτυρούν τα καταφύγια των αιμοβόρων εκείνων ανθρωπομόρφων τεράτων. Εις όρμος μικρός εις την Αγία Αννα και εις λιμενίσκος προς το Αιγαίον όπισθεν της Πυξαριάς όπου σήμερα το ομώνυμο χωριό, ήσαν ορμητήριά των. Εις τα χωριά αυτά υπήρχαν θέσεις με το τοπωνύμιον βίγλα και κατά την παράδοσιν εκεί είχαν βιγλάτορες, οι οποίοι άμα έβλεπαν πειρατικά πλοία, ειδοποιούσαν τους κατοίκους και εκρύβοντο στα δάση και στις χαράδρες αφήνοντες εις το έλεος των πειρατών τα πάντα. Διηγούνται επίσης ότι βιγλάτορες τινες ήρχοντο σε συμφωνία με τους πειρατές και επρόδιδον τους ευπόρους κατοίκους. Σώζονται παραδόσεις φόνων, κατόπιν βασάνων, ευπόρων χωρικών, προδοθέντων από τους βιγλάτορας και βιγλάτορες πλουτίσαντας από παρόμοιες αισχρές υπηρεσίες. Αλλ΄ αν τα παράλια χωριά υπέφεραν πολλά από τους πειρατάς τα ορεινά χωριά Κουρκουλοί, Κερασιά, Αμέλαντες, Κοκινομηλιά, Κρυονερίτης, Τσαπουρνιά, και τα επί του Τελεθρίου όρους ορεινά δεν υπέστησαν τοιαύτας επιδρομάς και επί πλέον οι αρχικοί τιμαριούχοι,ή διότι το έδαφος ήτο άγονον ή διότι εφοβούντο τους εντοπίους κλέφτες τα΄ άφησαν και έφυγαν, κατά δε τον Τουρκικόν νόμο περιήλθαν και πάλι εις τον Σουλτάνο. Αλλ΄ ο Σουλτάνος ουδέποτε έστειλε αντιπρόσωπό του και έτσι οι κάτοικοί των τα καλλιεργούσαν μόνοι των και συν τω χρόνω έγιναν μικροϊδιοκτήται, έκτισαν σπίτια λιθόκτιστα και γενικά απέκτησαν κάποια ελευθερία όπως τα νησιά και τα 24 χωριά του Πηλίου. Σ΄ αυτά τα χωριά διετηρήθηκαν αγνά τα πάτρια (ήθη, έθιμα, δοξασίες, ενδυμασίες και εν γένει η θρησκευτική και η κοινωνική ζωή των κατοίκων του), όπως τα παρέλαβαν από τους Βυζαντινούς προγόνους τους. ήσαν οι ακροπόλεις του Βορειοευβοϊκού πολιτισμού, όπου διεσώθη ο ορθόδοξος Χριστιανισμός και ο Ελληνικός Εθνισμός του τόπου μας και απ΄ αυτά τα χωριά βγήκαν οι πρώτοι κλέφτες της Βορείου Ευβοίας, οι Μπαλαλαίοι, ο Μαυρούτσικος, ο Μπιρμπίλης και οι λοιποί. Οι Τούρκοι μπέηδες τσιφλικάδες μένανε στην Χαλκίδα ή στο Ξηροχώρι και μόνον κατά το θέρος πηγαίνανε στα χωριά, για να εισπράξουν το εισόδημα, και φαίνεται ότι ήσαν μαλακοί άνθρωποι γιατί η παράδοσις δεν μας διέσωσε κανένα έκτροπον να συνέβη μεταξύ Τούρκου και ραγιά, πλήν ενός Σουλεϊμάν που κατείχε το χωριό Κρύα Βρύση κατά τα τελευταία χρόνια και εκαυχάτο για τις ερωτικές του κατακτήσεις, που τας διηγούμαι από οικείο κεφάλαιο. Τουναντίον η παράδοσις μας διέσωσε ότι οι ραγιάδες περνούσαν καλά και ειρηνικά με τους Τούρκους αφεντάδες και δεν τους ενοχλούσαν καθόλου και εις τα της λατρείας των και εις τας κοινωνικάς των εκδηλώσεις. Μόνον οι πειραταί, οι οποίοι τας περισσότερες φορές ήταν χριστιανοί νησιώτες ήσαν ο φόβος και ο τρόμος των και οι αρώστιες. Ούτε γιατρός ούτε φάρμακα υπήρχαν, και η ελονοσία και οι λοιπές λοιμώδες ασθένειες ήσαν σχεδόν ενδημικές και καταπολεμούντο με γιατροσόφια, ξόρκια, γήτεμα και διάβασμα, γιαυτό και ο πληθυσμός δεν αύξανε. Οι θάνατοι ήσαν περισσότεροι των γεννήσεων, σε κάθε χωριό. Σαν να μην έφταναν αυτές από ένα πειρατικό πλοίο περί τα μέσα του 17ου αιώνος ενέσκηψε και η βροτολοιγός νόσος πανώλης. Αυτή η νόσος αραίωσε πολύ τον πληθυσμόν της Βορείου Ευβοίας. Οι κάτοικοι εγκατέλειψαν τα σπίτια των και ετράπησαν στα σπήλαια και στις λαγκαδιές όπου έζησαν μεμονωμένοι πολύ καιρό. Τότε με ένα πλοίο νησιώτικο πήγε μια επιτροπή στο Αγιο Όρος και έφεραν το λείψανο του Αγίου Σεραφείμ, διώκτου της πανώλης και κατόπιν λειτουργιών και λιτανιών απηλλάγη ο τόπος του κακού αυτού και οι κάτοικοι επανήλθαν στα σπίτια τους, αλλά με πολλούς απόντες. Εις το σπίτι μας σώζεται μια εικόνα του Αγίου Σεραφείμ, στην οποία φέρεται ο Αγιος να κρατάει την πανώλη από το γένειον. Η πανώλης παριστάνεται τέρας με μορφή γενειοφόρου γυναικός και σώμα σφιγγός. Την εικόνα αυτή την είχε αγοράσει ο προππάπος μου την εποχήν εκείνη από τους καλογήρους του Αγίου Όρους που συνόδευαν το λείψανο του Αγίου. Μετά την εξαφάνισην της πανώλους, οι κάτοικοι άρχισαν πάλιν κανονικώς τας εργασίας των και ο τόπος άρχισε να αναλαμβάνη οικονομικώς. Οι Τούρκοι εφαίνοντο μαλακώτεροι και οι ραγιάδες ειργάζοντο κανονικά και αποδοτικά ως κολήγοι και ως υπηρέτες στα κτήματα. Περί τα τέλη του 17ου αιώνος ολόκληρος η Βόρεια Εύβοια υπήχθη στο πασαλίκι του Αλή Πασά. Ο Αλή πασάς τότε, ισχυρός, εβίαζε τους Σπαχήδες και τω παρεχώρουν χοτζέτια ιδιοκτησίας χωρίων της Βορείου Ευβοίας και ακινήτων εντός του Ξηροχωρίου. Εις το ανωτέρω έγγραφον του Γενικού Εφόρου Ευβοίας γράφεται: " χωριά ολόκληρα οι δυνατοί Τούρκοι έκαμαν ζευγολάτιά των, βιάζοντες τον Σπαχήν, ως ο Αλή πασάς στο Ξηροχώρι, αλλά ακυρούντο άμμα εγίνετο γνωστόν τούτο εις την εξουσίαν". Υπό του Αλή πασά μέχρι της Επαναστάσεως η Βόρειος Εύβοια εύρε τάξιν και ασφάλειαν. Έθεσε φρουράν εις το Δερβένι υπό τον καπετάν Μιχαήλο εκ Στροφυλιάς, έστειλε ιδικούς του σερδάρ αγάδες να επιτηρούν το Αιγαίον πέλαγος από τους πειρατάς και οι κάτοικοι των παραλίων ανεκουφίστηκαν από την φοβερήν αυτή μάστιγα, τα δε ορεινά χωριά απηλλάχθηκαν των κακοποιών στοιχείων. Πλοία των νήσων ήρχοντο εις τα παράλια και επρομηθεύοντο από τους κατοίκους γεωργικά και κτηνοτροφικά προϊόντα και ξυλείαν ναυπηγήσιμον, ως και ρητίνην, σανταλό και νέφτι, απαραίτητα είδη τότε στην ναυπηγικήν. Επετράπη εις τους ραγιάδες να κτίζουν σπίτια χαμηλά και λασπόκτιστα και οι ευπορούντες ήρχισαν να αντικαθιστούν τας ξυλίνους οικίας των με χαμοκέλλας λασποκτίστους και να εκτελούν τα της θρησκείας των και τας τοπικάς συνηθείας ελευθερώτερον και αφόβως. Όλοι οι κάτοικοι ήσαν γεωργοί και τσοπάνηδες, ένας ή δύο ήσαν βουκόλοι, αμειβόμενοι από τους χωρικούς με ένα κοιλό σιτάρι δι΄ έκαστον βούν και δύο τρεις μεροκαματιάρηδες, βοηθοί των γεωργών ή των ποιμένων, των οποίων η αμοιβή ήταν εις είδος πάλιν. Οι διάφοροι τεχνίται ήσαν ξένοι, έρχονταν ραφτάδες για φουστανέλλες και ανδρικά είδη (τσαμαντάνια, σταυρωτά, φλοκάτες, καπότες) από την απέναντι Στερεά Ελλάδα και βραδύτερον από την Ήπειρον, τσαγκάρηδες από τον Μωριά, κτίστες από την Μακεδονία, μαραγγοί από τας Σποράδας, πραματευτάδες από τα χωριά του Πηλίου, έμποροι γυναικείων ειδών, διότι εκεί ήκμαζεν η χειροτεχνία μεταξωτών υφασμάτων, χρησίμων δια τας γυναικείας ενδυμασίας του τόπου.

Σιδηρουργοί ήταν οι εν τη περιφερεία περιπλανώμενοι γύφτοι, απαραίτητοι δια την κατασκευήν των γεωργικών εργαλείων και καρφιών μεγάλων, χρησίμων για την κατασκευήν των ξυλίνων οικιών. Εντόπιος θεωρείτο μεγάλη εντροπή να αλλάξει το επάγγελμα του γεωργού ή του ποιμένος. Όλοι οι κάτοικοι της Βορείου Ευβοίας από το χωρίον Βλαχιά έως το Ξηροχώρι, πλήν της Λίμνης και της περιφερείας της Αιδηψού, που ομίλησα προηγουμένως, άνδρες και γυναίκες εφόρουν τας τοπικάς ενδυμασίες, τας οποίας θα περιγράψω παρά κάτω. Είχαν τα αυτά ήθη και έθιμα και την αυτήν γλωσσικήν έκφρασιν και ήρχοντο σε επιγαμίαν μεταξύ των, θεωρούμενοι όλοι πατριώτες της αυτής φυλής. Πας άλλος εθεωρείτο ξένος, δηλαδή μπόσικος, αφελής. Εκαλούντο Περατ(ν)οί οι νησιώτες και Ρουβάδες, καραβάδες οι ναυτικοί και οι Λιμνιοί, οι οποίοι εθεωρούντο και αυτοί ξένοι. Γι΄ αυτό μεταξύ αυτών και των κατοίκων των μεσογείων δεν εγίνοντο επιγαμίες, διότι, ως προείπα, οι μεν ντόπιοι εθεώρουν προσβολή να πάρουν γυναίκα με φουστάνια, οι δε Λιμνιώτισσες το εθεώρουν κατώτερόν τους να πάρουν βλάχο άντρα και να πάνε να ζήσουν σε χωριό! και αυτοί μας εκάλουν Κουκουβίνους και τον τόπο μας " Κουκουβνιά", ίσως γιατί την άνοιξη έρχονται πολλοί κούκοι στα μέρη αυτά, που ήταν όλα πευκόφυτα, και εύρισκαν τροφή, τις γνωστές κάμπιες του πεύκου, που τις τρώγουν μόνον οι κούκοι. Κάθε χωριό προ της επαναστάσεως είχε ολίγας οικογενείας, μόνο το Ξηροχώρι εθεωρείτο πόλις. Η Αγία Αννα, το μεγαλύτερο χωριό, είχε 80 οικογένειες, το Μαντούδι 60, τα άλλα ολιγώτερα.

Γεωργίου Κ. Αφένδρα - Συντ. Δημοδιδασκάλου

© 1999-2010 Σερβιτόρος της Εύβοιας.
Απαγορεύεται η χρήση του περιεχομένου ή επανεκπομπή του, σε οποιοδήποτε μέσο,
μετά ή άνευ επεξεργασίας, χωρίς γραπτή άδεια του εκδότη.