Η λαϊκή πίστη και λατρεία εκδηλώνεται ομαδικά με την τέλεση εθιμικά θρησκευτικών τελετών και πανηγυριών. Η μορφή της Παναγίας ως Μητέρας του κόσμου και πηγής ζωής, παρηγορήτριας και βοηθού στον ανθρώπινο πόνο, αποτελεί το κέντρο προσκύνησης των πιστών.
Ο λαός μακριά από δογματικές θεωρητικές προσεγγίσεις, εκφράζει αυτή την ιδιαίτερη προτίμηση με μία χαρακτηριστική φράση: «Ας με αγαπάει η Παναγιά και ας με μισούν οι Αγιοι».
Η Παρθένος Μαρία γεννήθηκε στην Ναζαρέτ της Παλαιστίνης. 3 ετών παρεδόθη στον Ναό των Ιεροσολύμων, σε ηλικία 16 ετών μνηστεύθηκε τον Ιωσήφ, στα 49 ανελήφθη ο Κύριος και στα 60 έτη της εκοιμήθη. Προαισθάνθηκε το τέλος της και όρισε ως τόπο ταφής την Γεθσημανή και μετά τριήμερον δεν ανευρέθη.
Επί του τάφου της ανεγέρθη μεγαλοπρεπής ναός για προσκύνημα στους Αγίους Τόπους.
Μικρό Πάσχα ή το Πάσχα του καλοκαιριού χαρακτηρίζεται η κοίμηση της Θεοτόκου τον 15Αύγουστο.
Ο Αύγουστος είναι ο μήνας με τις φεγγαρόλουστες βραδιές που βοηθάει στις κατανυκτικές αλλά και κοινωνικές εκδηλώσεις, καθώς παραδοσιακά οι πρώτες ημέρες του συμπίπτουν με ύφεση των αγροτικών αλλά και ποιμενικών εργασιών, ζέση και ανάγκη χαλάρωσης.
Το ιερό νησί της Μεγαλόχαρης της Τήνου κατακλύζεται από χιλιάδες προσκυνητές κάθε χρόνο τέτοιες μέρες, που σπεύδουν να ανάψουν ένα κερί ή να αφήσουν ένα τάμα στην θαυματουργή εικόνα, γεμάτη χρυσό, πολύτιμα πετράδια και αφιερώματα.
Μένει χαραγμένη στην μνήμη μας, την παραμονή, η εικόνα των απλών ανθρώπων που φθάνουν σερνόμενοι με τα γόνατα από το λιμάνι ως το ιερό προσκύνημα, τάμα για τη γιατρειά και τη σωτηρία των αγαπημένων τους προσώπων.
Στον ναό της Παναγίας της Τήνου, η νεοελληνική ψυχή έχει εγείρει υπέροχο μνημείο ευλαβείας, εκφρασμένο με την πιο θεία τέχνη.
Ο ναός της Ευαγγελίστριας χτίστηκε στο σημείο, όπου στις 30 Ιανουαρίου του 1823 βρέθηκε η εικόνα του Ευαγγελισμού, μετά από όραμα μία μοναχής ονόματι Πελαγίας.
Την κατασκευή του ανέλαβε ο αρχιτέκτονας Ευστράτιος, που καταγόταν από τη Σμύρνη και στο χτίσιμό του βοήθησαν πλούσιοι και φτωχοί με συνεισφορές σε χρήμα και προσωπική εργασία. Μαρμαρόχτιστος, σε ρυθμό τρίκλητης κιονοστήριχτης βασιλικής, ο ναός έχει πανύψηλο καμπαναριό και προαύλιο που σε μεγάλο μέρος του, είναι στρωμένο περίτεχνα με βότσαλα. Πριν πατήσεις το πόδι σου στον κυρίως ναό, αισθάνεσαι έκδηλο το μεγαλείο του εσωτερικού.
Το δάπεδο διακοσμημένο με ψηφιδωτά με πλάκες από κάτασπρο μάρμαρο. Και όταν μπεις μέσα η ακτινοβολία των τοίχων του ναού, κτισμένοι από μάρμαρο, σου τυφλώνει την όραση, ένα φανταχτερό σε ωραιότητα οικοδόμημα προβάλλει προ των ματιών του.
Μα το θαύμα φανερώνεται, όταν με ψυχή κυριευμένη, από θεία μαγεία συναντάς πλούτο αμύθητο και αφιερώματα ανυπολογίστου αξίας, τα περισσότερα ναυτικών σε στιγμές κινδύνου. Το θαυματουργό εικόνισμα έχει σκεπασθεί με θησαυρούς, που ευλαβικά αφιέρωσε η πανελλήνιος ψυχή.
Η Παντάνασσα, η υπερμάχος στρατηγός, η ελπίδα των ανθρώπων, που την επικαλούμεθα σε κάθε μας χαρά και λύπη και σε κάθε πόνο μας, φαίνεται αμυδρότατα. Κατάμαυρο το θείο πρόσωπο από το πέρασμα των καιρών, τσακισμένο το ανεκτίμητο ξύλο από την σκαπάνη των πιστών που το αναζητούσαν χωμένο στη γη.
Μα ανυπολόγιστη η αξία των θησαυρών που το καλύπτουν.
Από τα πέρατα του κόσμου έρχονται προσκυνητές να αποθέσουν μαζί με τους θησαυρούς τους και τους θησαυρούς της ψυχής τους.
Να ικετεύσουν, να ζητήσουν τη χάρη της, τυφλοί και ανίατοι πλένονται με το αγιασμένο νερό και θεραπεύονται. Αλλόθρησκοι «πληρωθέντες πνεύματος κενού» έρχονται να βαπτισθούν στα θεία νάματα που αναβλύζουν κατά τρόπο θαυματουργό.
Σε ιδιαίτερο χώρο φυλάσσονται τα οστά των νεκρών του καταδρομικού «ΕΛΛΗ» που κτυπήθηκε από τορπίλη Ιταλικού υποβρυχίου στις 15 Αυγούστου 1940 έξω από την Τήνο, πρωτοθρόνων του νεοελληνικού Πανθέου.
Το ωραίο επίγραμμα διαλαλεί τη δόξα τους:
«Ηρώων ΕΛΛΗΣ όδε σηκός οικέτην Ελλάδος ευδοξία είλετο».
Και η θαυμάσια εικόνα που σχηματίζει κανείς από όλα που βλέπει και ακούει ολοκληρώνεται με την επίσκεψη στο μουσείο.
Έργα των μεγαλυτέρων συγχρόνων καλλιτεχνών, όπως του ΧΑΛΕΠΑ, ΓΥΖΗ, ΛΥΤΡΑ, ΦΙΛΙΠΠΟΤΗ, ΙΑΚΩΒΙΔΗ και των διάσημων ξένων ζωγράφων, όπως του ΡΟΥΜΠΕΝΣ, ΡΕΜΠΡΑΝΤ και ΒΕΛΑΣΚΕΘ.
Με την ψυχή πλημμυρισμένη από θεία πνοή, φεύγεις από το ναό. Και ένας ύμνος ανεβαίνει από τα χείλη σου στο δημιουργό, στον ποιητή τόσων υπέροχων καλλιτεχνημάτων, ένα θαυμασμό θα αισθάνεσαι για την Ελληνική ψυχή, που φωτισμένη από το θείο φως το σκόρπισε άπλετα στα έντεχνα δημιουργήματά της. Βλαχογιάννης Σεβαστός
|