Oταν ήμουνα μικρός στο χωριό μου δεν είχαμε καφενείο να μαζεύεται ο κόσμος. Το χειμώνα οι άντρες του χωριού μαζεύονταν στο προσηλιακό μέρος της εκκλησίας. Είχανε και δυο ξύλινους πάγκους και κουβεντιάζοντας και λέγοντες διάφορες ιστορίες περνούσαν την μέρα τους.
Μια μέρα, καθώς λιάζονταν, ο μπάρμπα Μήτσος Τριανταφολλόπουλος, έξυνε το κεφάλι του πάνω από την τραγιάσκα του.
Τον κοιτούσε ο μπάρμπα Μήτσος Κατούνης και του λέει: - Μήτσο χαζός είσαι και ξύνεις το κεφάλι σου πάνω από την τραγιάσκα; να βάλεις την τραγιάσκα σου και να ξυθείς! - όχι Μήτσο. Εσύ είσαι χαζός. Γιατί άμα με τρώει ο κώλος μου πρέπει να βγάλω το παντελόνι;
Στα πικρά και δύστυχα χρόνια, γάμος εγένετο εν Καλαμουδίω και παπάς ήτανε ο πάπα Τάσος από την Κοκκινομηλιά.
Στο μικρό εκκλησάκι του χωριού γινότανε το μυστήριο του γάμου. Ο γαμπρός ένα ντιρέκι μέχρι κει πάνω, ασουλούπωτος, με άγαρμπες κινήσεις, άχαρος και η νύφη μικρόσωμη, ντελικάτη, όλο χάρη, χόρευαν τον χορό του Ησαϊα.
Ο παπα Τάσος όταν έφτασε στις ευλογίες αντί να πει: Ευλόγησον τον οίκον τούτον, είπε: Ευλόγησον τον όνον τούτον.
Πολλοί τον άκουσαν, κανείς δεν το πρόσεξε.
Ο πατέρας μου που ήταν ψάλτης με το που τελείωσε το μυστήριο είπε στον πάπα Τάσο το λάθος που έκανε.
Κι ο παπα Τάσος του είπε: ξεχνάς Γιωργάκη ότι εκτός από παπάς είμαι και καλός τσαμπάζης; Ο παπα Τάσος έβλεπε το γαμπρό σαν ένα καλό, γεροδεμένο, Κυπραίικο γαϊδούρι!
|