Hλεκτρονικό περιοδικό με θέματα και ειδήσεις από την Εύβοια   ...στο διαδίκτυο από το 1999
Σερβιτόρος της Εύβοιας

Η φύση στην ποίηση του Γιώργου Σεφέρη

Προσωπική Ευθύνη - Μαθητικό περιοδικό των Γυμνασίων Λίμνης (1993-1996) και Μαντουδίου (1996-1998) υπό το συντονισμό του φιλόλογου καθηγητή Δημήτρη Μπαρσάκη, στα πλαίσια προγράμματος περιβαλλοντικής εκπαίδευσης. Τεύχος 4. Οκτώβριος 1993

Ανθολογεί η μαθήτρια Ελένη Στάμου

«Αστρο της αυγής, όταν χαμήλωνες τα μάτια
οι ώρες μας ήταν πιο γλυκιές από το λαδί πάνω στην πληγή,
πιο πρόσχαρες από το κρύο νερό στον ουρανίσκο,
πιο γαλήνιες από τα φτερά του κύκνου...»
(Μυθιστόρημα Ζ΄- Νοτιάς)

«Ανάσαινες, σαν ένα δέντρο, μέσα στο ήσυχο φως...

Κάτω από το πλατάνι, κοντά στο νερό, μέσα στις δάφνες
ο ύπνος σε μετακινούσε.....»
(Μυθιστόρημα ΙΕ΄)

«Οι ελιές με τις ρυτίδες των γονιών μας
τα βράχια με τη γνώση των γονιών μας...

Πάρε μαζί σου το παιδί που είδε το φως
κάτω από τα φύλλα εκείνου του πλάτανου
και μάθε ταυ να μελετά τα δέντρα...»
(Μυθιστόρημα ΙΖ΄-Αστυάναξ)

«Τώρα βυθίζομαι στην πέτρα.
Ένα μικρό πεύκο στο κόκκινο χώμα,
δεν έχω άλλη συντροφιά...»
(Μυθιστόρημα ΙΚ')

«Όταν χαμηλώνουν τ' άστρα και συγγενεύουν με το κορμί μου...

Τη θάλασσα, τη θάλασσα, ποιος θα μπορέσει να την εξαντλήσει;»
(Μυθιστόρημα Κ΄- Ανδρομέδα)

«Σκύψε αν μπορείς στη θάλασσα τη σκοτεινή...»
(Σαντορίνη)

«Είδα μέσα στη νύχτα
τη μυτερή κορυφή του βουνού,
είδα τον κάμπο πέρα πλημμυρισμένο
με το φως ενός αφανέρωτου φεγγαριού...

Τούτες τις πέτρες τις αγάπησα όσο βάσταξα,
τούτες τις πέτρες, τη μοίρα μου...»
(Μυκήνες)

«Τ' αστέρια κρατούν έναν κόσμο δικό τους...»
(Παντουμ)

«Από τα πεύκα μία κίνηση τρέχει, προς τη θάλασσα...»
(Περιγραφή)

«Καθώς ανέβαινα την ανηφόρα κι η θάλασσα μ' ακολουθούσε
ανεβαίνοντας κι αυτή σαν τον υδράργυρο θερμομέτρου
ώσπου να βρούμε τα νερά του βουνού...»
(Με τον τρόπο του Γ.Σ.)

«Πάνω στο πράσινο χορτάρι
είχαν χορέψει όλη τη μέρα τρεις χιλιάδες άγγελοι...»
(Hampstead)

«Μ' άρεσαν πολύ τα πράσινα φύλλα
νομίζω πως έμαθα λίγα γράμματα γιατί το στουπόχαρτο
πάνω στο θρανίο μου ήταν κι εκείνο πράσινο
με βασάνιζαν οι ρίζες των δέντρων όταν μέσα στη ζεστασιά
του χειμώνα ερχόντανε να τυλιχτούν
γύρω στο κορμί μου...»
(Παιδί)

«Σα να 'βλεπα για πρώτη φορά ένα πεφταστέρι
και στα χείλια η αρμύρα του κυμάτου...

Τη νύχτα πάνω στην κουβέρτα του «Αι-Νικόλα» ονειρεύτηκα
μια παμπάλαιη ελιά να δακρύζει.»
(Έφηβος)

«Στην καλοκαιριά βολευόμουνα στην πλώρη πλάι στη
τα κόκκινα χείλια της
κοιτάζοντας τα χελιδονόψαρα...»
(Παλλικάρι)

«Από τότες είδα πολλά καινούργια τοπία πράσινους κάμπους
που σμίγουν το χώμα με τον ουρανό, τον άνθρωπο
με το σπόρο, μέσα σε μίαν ακαταμάχητη υγρασία, πλατάνια
και έλατα, λίμνες με τσαλακωμένες οπτασίες και
κύκνους αθάνατους γιατί έχασαν τη φωνή τους...

Είναι, καιρός να πηγαίνω. Ξέρω ένα πεύκο που σκύβει κοντά
σε μία θάλασσα. Το μεσημέρι, χαρίζει στο κουρασμένο κορμί
έναν ίσκιο μετρημένο σαν τη ζωή μας, και το βράδυ,
ο αγέρας περνώντας μέσα από τα βελόνια του, πιάνει ένα
περίεργο τραγούδι, σαν ψυχές που κατάργησαν το θάνατο,
τη στιγμή που ξαναρχίζουν να γίνουνται δέρμα και χείλια.
Κάποτε ξενύχτησα κάτω από αυτό το δέντρο...»
(Αντρας)

«Κι όμως λυπούμαι ακόμη γιατί
δεν έγινα κι εγώ (όπως θα το ήθελα)
σαν το χορτάρι που άκουσα να φυτρώνει
μία νύχτα κοντά σ' ένα πεύκο
γιατί δεν ακολούθησα τη θάλασσα
μιαν άλλη νύχτα που τραβιούνταν τα νερά
πίνοντας απαλά την πίκρα τους,
κι ούτε κατάλαβα όταν ψηλάφησα τα υγρά φύκια
πόση τιμή απομένει στις παλάμες του ανθρώπου»
(Πέμπτη)

«Κι ας γεννήθηκα στην άλλη ακρογιαλιά κοντά
σε βούρλα και σε καλάμια νησιά
που είχαν νερό στην άμμο να ξεδιψάει
ο κουπολάτης, κι ας γεννήθηκα κοντά στη θάλασσα
που ξετυλίγω και τυλίγω στα δάχτυλά μου
σαν είμαι κουρασμένος -δεν ξέρω πια πού γεννήθηκα...

Μένει ακόμα ο ξανθός μαρμαρωμένος έφηβος το καλοκαίρι
λίγο αλάτι που στέγνωσε στη γούβα ενός βράχου
λίγες βελόνες πεύκου ύστερα απ' τη βροχή...»
(Ένας λόγος για το καλοκαίρι)

«Τ' ανθισμένο πέλαγο και τα βουνά στη χάση του φεγγαριού
η μεγάλη πέτρα κοντά στις αραποσυκιές και τ' ασφοδίλια...

Ανάμεσα στα κίτρινα δέντρα κατά το πλαγίασμα της βροχής
σε σιωπηλές πλαγιές φορτωμένες με τα φύλλα της οξιάς...

Σαν την ανάσα του κυπαρισσιού τη νύχτα εκείνη
σαν την ανθρώπινη φωνή της νυχτερινής θάλασσας στα χαλίκια...

Κάτω από τα σκληρά κλωνάρια των πλατάνων εκεί
που στάθηκε μία αχτίδα του ήλιου γυμνωμένη
και σκίρτησε ένας σκύλος και φτεροκόπησε η καρδιά σου...»
(Επιφάνια, 1937)

«Γυρεύω τον παλιό μου κήπο
τα δέντρα μου έρχονται ως τη μέση
κι οι λόφοι μοιάζουν με πεζούλια
κι όμως σαν ήμουνα παιδί
έπαιζα πάνω στο χορτάρι
κάτω από τους μεγάλους ίσκιους
κι έτρεχα πάνω σε πλαγιές
ώρα πολλή λαχανιασμένος...»
(Ο γυρισμός του ξενιτεμένου)

«Ανάμεσα στην ισημερία της άνοιξης και την ισημερία του φθινοπώρου
εδώ είναι τα τρεχούμενα νερά εδώ είναι ο κήπος
εδώ βουίζουν οι μέλισσες μες στα κλωνάρια
και κουδουνίζουνε στ' αυτιά ενός βρέφους
και ο ήλιος να! και τα πουλιά του παραδείσου
ένας μεγάλος ήλιος πιο μεγάλος απ' το φως»
(Πρωί)

«Και ταξιδεύαμε ανάμεσα σ' ακρογιαλιές νησιών γυμνές
σαν κόκαλο ψαριού παράξενο στην άμμο
κι ήταν ολάκερος ο ουρανός ένα μεγάλο φτερό περιστεριού
μ' ένα ρυθμό σιωπής...»
(Les anges sont blancs)

«Στάσου διαβάτη μπροστά στην ήσυχη λίμνη...

Τώρα μπορείς να κοιτάξεις με γαλήνη τους κύκνους
δες τους, είναι κάτασπροι σαν τον ύπνο της νύχτας...»
(Η απόφαση της λησμονιάς)

«Οι φλέβες του βράχου κατέβαιναν από ψηλά
στριμμένα κλήματα γυμνά πολύκλωνα ζωντανεύοντας
στ' άγγιγμα του νερού...

Κι ο τόπος σαν το μεγάλο πλατανόφυλλο που παρασέρνει
ο χείμαρρος του ήλιου...»
(Ο βασιλιάς της Ασίνης)

«Πάρε κυκλάμινα, πευκοβελόνες,
κρίνα απ' την άμμο, κι απ' τη θάλασσα ανεμώνες...»
(Κίχλη, Β΄- Το ραδιόφωνο)

«Καθώς ο ήλιος ράβει με βελονιές μαλαματένιες
πανιά και ξύλα υγρά και χρώματα πελαγίσια...

Βγαίνει απ' το κύμα δροσερό κλωνάρι στολισμένο στάλες»
(Κίχλη, Γ' - Το φως)

«Αηδόνι ντροπαλό, μες στον ανασασμό των φύλλων,
συ που δωρίζεις τη μουσική δροσιά του δάσους...

Αηδόνι αηδόνι αηδόνι,
τ' είναι θεός; τ ι μη θεός; και τι τ' αναμεσό τους;»
(Ελένη)

«Θυμάρι μου και δεντρολιβανιά,
δέσε γερά το στήθος σου
και βρες σπηλιά και βρες μονιά
κρύψε το λύχνο σου...»
(Αγιανάπα, Β')

«Ο μεγαλύτερος ήλιος από τη μια μεριά
κι από την άλλη το νέο φεγγάρι
απόμακρα στη μνήμη σαν εκείνα τα στήθη.
Ανάμεσό τους χάσμα της αστερωμένης νύχτας
κατακλυσμός της ζωής...
(Θερινό ηλιοστάσι, Α')

«Η λεύκα στο μικρό περιβόλι
η ανάσα της μετρά τις ώρες σου
μέρα και νύχτα
κλεψύδρα που γεμίζει ο ουρανός.
Στη δύναμη του φεγγαριού τα φύλλα της
σέρνουν μαύρα πατήματα στον άσπρο τοίχο.
Στο σύνορο είναι λιγοστά τα πεύκα
έπειτα μάρμαρα και φωταψίες
κι άνθρωποι καθώς είναι πλασμένοι οι άνθρωποι.
Ο κότσυφας όμως τιτιβίζει
σαν έρχεται να πιει
κι ακούς καμιά φορά φωνή της δεκοχτούρας...»
(Θερινό ηλιοστάσι, Ζ')

«Ο θαλασσινός άνεμος κι η δροσιά της αυγής
υπάρχουν χωρίς να το ζητήσει κανένας.»
(Θερινό ηλιοστάσι, Θ')

© 1999-2010 Σερβιτόρος της Εύβοιας.
Απαγορεύεται η χρήση του περιεχομένου ή επανεκπομπή του, σε οποιοδήποτε μέσο,
μετά ή άνευ επεξεργασίας, χωρίς γραπτή άδεια του εκδότη.