Hλεκτρονικό περιοδικό με θέματα και ειδήσεις από την Εύβοια   ...στο διαδίκτυο από το 1999
Σερβιτόρος της Εύβοιας

Έτσι τα λέγαμε παλιά

Διρφυακά Νέα - Μηνιαία εφημερίδα Διαδιρφυακής επικοινωνίας. Επικοινωνία: Γιάννης Γιαννούκος Τηλ.: 22280 51210 & 22280 51224
Έκδοση: Σεπτέμβριος 2001

Γκέτα: Στρατιωτικό μάλλινο εξάρτημα, με το οποίο τυλίγεται το πόδι, από τον αστράγαλο, ως το γόνατο, αλλά και δερμάτινο επικάλυμμα των ποδιών, (η λέξη υιοθετήθηκε στο λεξιλόγιο της περιοχής, μετά τους πολέμους του ΄12).

Γκιζερίζω: Γυρίζω εδώ κι εκεί.

Γκλάβα: Ειρωνική ονομασία του κεφαλιού. (δεν κόβει η γκλάβα του).

Γλαρώνω: Καταλαμβάνομαι από υπνηλία. Έχω νύστα. Και γλάρωμα, η τάση για ύπνο.

Γλωσσίδι: Οτιδήποτε μοιάζει (στο σχήμα) με τη γλώσσα. Μακρουλό σίδερο που κρέμεται μέσα στις καμπάνες, για να τις χτυπούν μ' αυτό.

Γνωρα: Φιλική σχέση, κοινωνικός ή άλλος δεσμός, ανάμεσα σε δυο ανθρώπους ή πρόσωπα που γνωρίζει κάποιος. Φιλική σύσταση (δώσαμε γνώρα).

Κεραμιδαριό: Το κεραμιδάδικο. Μεταφορικά σημαίνει την μεγάλη καταστροφή, το χαλασμό (ο αέρας τάκανε κεραμιδαριό).

Κεραμιδόγατος: Ο γάτος που ψάχνει την ερωτική του σύντροφο στις στέγες των σπιτιών. Μεταφορικά, ο ερωτύλος.

Κερεστές (κιριστές): Ξυλεία που είναι κατάλληλη για ναυπήγηση πλοίων ή για οικοδομές.

Κληματσίδα: Κληματόβεργα. Είδος περικοκλάδας, που φυτρώνει και σκαρφαλώνει στα δάση και στους φράχτες.

Κολαούζος: Αυτός που οδηγεί. Αυτός που δίνει καλές συμβουλές σε κάποιον. Σκοινί που επικοινωνεί ο δύτης με το ναύτη που είναι πάνω στο πλοίο. Η φράση "χωριό που φαίνεται κολαούζο δε θέλει", σημαίνει πως τα γνωστά πράγματα, επεξηγήσεις δεν χρειάζονται.

Σταχτιέρα ή σταχτερό: Το σταχτοδοχείο.

Σταχτοκουλούρα: Κουλούρα ψωμιού, που έχει ψηθεί στη στάχτη.

Στειλιάρι: Γερό, κυλινδρικό ξύλο. που χρησιμοποιείται σαν λαβή εργαλείων.

Στειλιαρώνω: Προσαρμόζω το ξύλο στο εργαλείο. Και μεταφορικά σημαίνει, δέρνω κάποιον με το στειλιάρι ή με οποιοδήποτε ξύλο που έχει κυλινδρικό σχήμα.

Στερφεύω: Για ζώα. Γίνομαι στέρφα, παύω να παράγω, να βγάζω γάλα. Για πηγές, ποτάμια κ.λ.π. παύω να ρέω, δεν έχω νερό. Γενικά, οτιδήποτε παύει να προσφέρει αυτά που πρέπει ή αυτά που μας έχει συνηθίσει π.χ όταν τελειώνει το βαρέλι με το κρασί, λέμε: Στέρφεψε το βαρέλι..

Στουπέτσι: Αμθρακικός μόλυβδος, που χρησιμοποιείται για την παρασκευή λευκών χρωμάτων. Παλιά, αγοράζαμε το στουπέτσι σε σκόνη, το αραιώναμε στο νερό και βάφαμε τα άσπρα πάνινα παπούτσια μας.

Στουπόχαρτο ή στυπόχαρτο (στπόχαρτου): Χαρτί με απορροφητικές ιδιότητες που το πατούσαμε πάνω σε φρεσκογραμμένο χαρτί (που ήταν γραμμένο με μελάνι και κοντυλοφόρο) για να απορροφήσει το μελάνι και να στεγνώσουν τα γράμματα.

Στιβάνι: Είδος παπουτσιού, που καλύπτει τις γάμπες. Κάτι σαν μπότα ή μποτίνι.

Στουπωτήρι: Το όργανο, πάνω στο οποίο προσαρμοζόταν το στουπόχαρτο.

Γιάννης Γιαννούκος

© 1999-2010 Σερβιτόρος της Εύβοιας.
Απαγορεύεται η χρήση του περιεχομένου ή επανεκπομπή του, σε οποιοδήποτε μέσο,
μετά ή άνευ επεξεργασίας, χωρίς γραπτή άδεια του εκδότη.