Ιστορία του δήμου Καρύστου

Μυθολογία - Ονοματολογία:

Οι αρχαίοι απέδιδαν την ονομασία της Καρύστου στις άφθονες καρυδιές ή καστανιές, που φυτρώνουν πλούσια και σχημάτιζαν εκτεταμένα δάση σ'όλο το μήκος της Οχης. Η καρυδιά και η καστανιά, σαν ιερά δέντρα του Δία, προστατεύονταν και λατρεύονταν.

Από άλλους η ονομασία της Καρύστου αποδίδεται στον Κάρυστο, γιο του μυθικού Θεσσαλού ήρωα Κενταύρου Χείρωνα και της Χαρικλούς ή γιο του Κρόνου και της νύμφης Φιλύρας.

Εκτός από Κάρυστος η πόλη ονομαζόταν ακόμα και "Χειρωνία, Χειρώνιον" από το σοφό Κένταυρο Χείρωνα. Ο Χείρωνας έζησε στα χρόνια των Αργοναυτών και όταν διώχτηκε από τη θεσσαλία από τους Λαπίθεες εγκαταστάθηκε στην Κάρυστο.

Ονομάστηκε και "Αιγαία" από τα αναρίθμητα κοπάδια αιγών (γίδες) που έβοσκαν στις βουνοπλαγιές ή από το όνομα της βασίλισσας των Αμαζόνων "Αιγαία". Την ονόμαζαν ακόμα και "παλαιά Αιγαία" από τον Πελασγό δυνάστη της Αιγαίωνα. Αργότερα, ήρθε ο Κένταυρος Χείρωνας, και μετατράπηκε σε "Χειρωνία".

Λεγόταν και "Αχαϊα" από την κόρη του θεού Βορέου. Οι γλωσσολόγοι υποστηρίζουν οτι ονομάστηκε έτσι από τα πολλά νερά που αναβλύζουν αριστερά και δεξιά της.

Από όλες τις ονομασίες επικράτησε το όνομα "Κάρυστος", όνομα προελληνικής προέλευσης και πιο συγκεκριμένα δρυοπικό.

Παλαιότατοι κάτοικοι της Καρύστου αναφέρονται οι Δρύοπες. Σύμφωνα με το Στράβωνα, η Κάρυστος κατοικήθηκε από λαούς προερχόμενους από την Τετράπολη του Μαραθώνα.

Προϊστορικοί χρόνοι:

Από τα ευρήματα που έχουν βρεθεί στην ευρύτερη περιοχή της Καρύστου, συμπεραίνεται ότι κατοικήθηκαν στα προϊστορικά χρόνια όλα τα παράλια της Καρύστου μέχρι τις παρυφές του όρους Όχη, τόσο οι γόνιμες θέσεις όσο και οι πετρώδεις και οι άγονες θέσεις.

Στο λόφο της Πλακαρής, 2,5 χιλιόμετρα από το κέντρο της Καρύστου, στο βόρειο άκρο του δυτικού βραχίονα του κόλπου της Καρύστου, εντοπίστηκαν οικοδομικά λείψανα της Νεολιθικής εποχής και αγγεία.

Νεολιθικοί οικισμοί έχουν διαπιστωθεί στις περιοχές του σπηλαίου Αγίας Τριάδας Καρύστου και στη Βίγλα Καρύστου.

Ιστορικοί χρόνοι:

Η Κάρυστος είχε ακμάσει κατά την αρχαιότητα και περιλαμβανόταν στις τέσσερις σπουδαιότερες πόλεις της Εύβοιας (οι άλλες ήταν Χαλκίδα, Ερέτρια και Ιστιαία).

Την πρώιμη ακμή της Καρύστου επιβεβαιώνει και ο μύθος, σύμφωνα με τον οποίο βασιλιάς της Καρύστου στον Τρωικό πόλεμο ήταν ο Ναύπλιος, πατέρας του Παλαμήδη αλλά και η συμμετοχή της στον προαναφερόμενο πόλεμο.

Κατά τον Τρωϊκό πόλεμο, η Κάρυστος ήταν αξιόλογη ναυτική δύναμη, αφού πήρε μέρος με όλους τους Ευβοείς υπό το γενναίο Ελεφήνορα Χαλκωδοντιάδη, βασιλά της Χαλκίδας.

Η θέση της Καρύστου, στην άκρη της σειράς των Κυκλαδων νήσων, που αποτελούσαν γέφυρα επικοινωνίας με την Ασία, σε μια εποχή που τα εύθραστα πλοία της δεν απομακρύνονταν ποτέ από τις ακτές, πρέπει να βοήθησε την πόλη στην ανάπτυξη του εμπορίου και της ναυτιλίας. Αλλωστε η θέση της ήταν επίκαιρη και από πλευράς στρατηγικής. Η στρατηγική αυτή επικαιρότητα της Καρύστου υπήρξε και η αιτία για την οποία οι Πέρσες κατευθύνθηκαν πρώτα εναντίον της Καρύστου, πριν επιτεθούν κατά της Ερέτριας και των Αθηνών, στην εκστρατεία του 490 π.Χ.

Ο λόφος της Πλακαρής, που βρίσκεται στο βόρειο άκρο του δυτικού βραχίονα του κόλπου της Καρύστου, 2,5 χλμ. από το κέντρο της πόλης, γνώρισε οικοδομική δραστηριότητα από τους τελικούς νεολιθικούς και στη συνέχεια τους γεωμετρικούς και τους αρχαϊκούς χρόνους, με ισχυρότερη και πυκνότερη την εγκατάσταση των υστερογεωμετρικών. Η Πλακαρή είχε μεγάλη σημασία γιατί αποτελούσε όχι μόνο παράκτια αλλά και εποπτική θέση στα όρια του Καρυστινού κάμπου.

Στους αρχαϊκούς χρόνους ανήκουν τα ερείπια ενός μεγάλου ορθογώνιου κτιρίου, που βρίσκεται έξω από τον οικισμό του Πλατανιστού, στην πλευρά του υπερκείμνου βουνοού, στην αριστερή όχθη του χειμάρρου.

Η Κάρυστος, από τα αρχαϊκά χρόνια, μετείχε σε μια λατρευτική διαδικασία για το θεό Απόλλωνα, ως ένας από τους σταθμούς του ετήσιου ταξιδιού των Υπερβορείων προσφορών για το θεό. Έχει ανασκαφεί ακόμα Οίκος - Θησαυρός των Καρυστίων στη Δήλο, που χρονολογείται στον 6ο π.Χ. αιώνα. Οι Οίκοι - Θησαυροί ήταν οικοδομήματα σε σχήμα μικρών ναών, αφιερώματα πόλεων στα μεγάλα ιερά του ελλαδικού χώρου.

Στους μεταγενέστερους χρόνους, η Κάρυστος ανέπτυξε αξιόλογο εμπόριο, το οποίο βοήθησε και η ύπαρξη των δύο λιμανιών της, το δεύτερο ήταν στη Γεραιστό. Την ακμή της πιστοποιούν και οι ναοί της Περσεφόνης και του Ηρακλή.

Από τα χρόνια του Ομήρου υπήρχε η πόλη Γεραιστός στο ομώνυμο ακρωτήριο. Η Γεραιστός αναφέρεται και στην Οδύσσεια. Ονομάστηκε έτσι από το ιερό του Γεραιστίου Ποσειδώνα. Οι ναυτικοί που διέπλεαν τη συνήθως τρικυμιώδη θάλασσα του Καφηρέα, θυσίαζαν στο ιερό του Ποσειδώνα για να τον ευχαριστήσουν.

Στους κλασικούς χρόνους, η Κάρυστος επεκτάθηκε ή μετακινήθηκε βορειότερα, στο σημερινό οικισμό Παλαιοχώρα. Αρχαία πόλη του 5ου - 4ου αιώνα π.Χ. εντόπισαν οι καναδοί αρχαιολόγοι Ντόναλτ Κέλερ και Μάλκομ Γουάλας στη χερσόνησο Παξιμάδα της Καρύστου, επισημαίνοντας παράλληλα, στην περιοχή με τοπογραφική έρευνα και πενήντα νέες αρχαιολογικές θέσεις που χρονολογούνται από τα νεολιθικά ως τα βυζαντινά χρόνια. Το μέγεθος του αρχαίου οικισμού και η αφθονία των ευρημάτων δείχνουν πως η χερσόνησος ήταν πυκνοκατοικημένη στους αρχαίους χρόνους.

Το 496 π.Χ. οι Πέρσες, υπό τους στρατηγούς Δάτη και Αρταφέρνη, άριχσαν την υπερπόντια εκστρατεία τους, που είχε ως κύριο σκοπό την τιμωρία της Αθήνας και της Ερέτριας επειδή βοήθησαν στην εξέγερση των Ιώνων. Αφού ο περσικός στόλος κυρίευσε τη Νάξο και τα περισσότερα κυκλαδίτικα νησιά κατευθύνθηκε στην Κάρυστο. Η πόλη αρνήθηκε να τους δεχτεί στο τέλος όμως υποχρεώθηκε να συνθηκολογήσει αφού η περιοχή της λεηλατήθηκε.

Κατά την εκστρατεία του Ξέρξη κατά της Ελλάδας το 486 π.Χ., η Κάρυστος τιμωρήθηκε με πυρπόληση από μοίρα του αθηναϊκού στόλου, επικεφαλής της οποίας ήταν ο ίδιος ο Θεμιστοκλής, για την προσχώρησή της στην παράταξη των Περσών έστω και ακούσια. Οι Καρύστιοι τιμωρήθηκαν και με καταβολή προστίμου. Αλλά και μετά τη ναυμαχία της Μυκάλης το 479 π.Χ. οι Αθηναίοι αποβιβάστηκαν στην Κάρυστο με πρόθεση να λεηλατήσουν την περιοχή. Οι κάτοικοί της όμως αντιστάθηκαν, κατορθώνοντας να νικήσουν τους Αθηναίους και να σκοτώσουν το στρατηγό τους Ερμόλυκο. Από τότε οι σχέσεις της Καρύστου με της Αθήνας ήταν εχθρικές. Στους χρόνους της Αθηναϊκής Συμμαχίας, στην οποία έλαβαν μέρος όλοι οι Ευβοείς, οι Καρύστιοι ήταν οι μόνοι που δεν υπάκουαν τους Αθηναίους. Ο Κίμωνας εκστράτευσε κατά της Καρύστου και την ανάγκασε να συνθηκολογήσει. Αργότερα έγινε μέλος της Α' Αθηναϊκής Συμμαχίας. Το 425 π.Χ. στη διάρκεια της πρώτης περιόδου του Πελοποννησιακού πολέμου, οι Καρύστιοι ακολούθησαν τους Αθηναίους σε εκστρατεία στη βορειοανατολική Πελοπόννησο, υπό το στρατηγό Νικία και θριάμβευσαν. Το 415 π.Χ. έλαβαν μέρος στην καταστρεπτική εκστρατεία της Σικελίας. Μετά τη σικελική καταστροφή οι Αθηναίοι είχαν χάσει τόσους οπλίτες, ώστε 300 οπλίτες της Καρύστου ενίσχυσαν τη φρουρά της Αθήνας. Αργότερα η Κάρυστος συμμετείχε στη Β' Αθηναϊκή Συμμαχία.

Πήρε μέρος στην Ομοσπονδία του "Ευβοϊκού συνεδρίου" και ακολούθησε την κοινή μοίρα των Ευβοϊκών πόλεων στην περίοδο της Μακεδονικής ακμής, αλλά και αργότερα στην περίοδο της Ρωμαϊκής κυριαρχίας. Ο ρωμαϊκός στόλος του Κλαύδιου Κράτωνα το 200 π.Χ. υπερισχύει και καταλαμβάνει την Κάρυστο. Στους Ρωμαϊκούς χρόνους μάλιστα η Κάρυστος ήταν φημισμένη για το πράσινο μάρμαρο της.

Μεσαιωνικοί χρόνοι:

Στους βυζαντινούς χρόνους η γεωγραφική θέση της Καρύστου και η άρτια οχύρωση του φρουρίου της προσδιόρισαν και τη σπουδαιότητα της.

Η Κάρυστος κατακερματίζεται από εισβολείς, όπως τους Αραβες το 823 μ.Χ., τους Ενετούς που παραμένουν στο νησί για αρκετούς αιώνες μέχρι να τους διαδεχθούν οι Τούρκοι το 1470 μ.Χ. που ήταν και οι τελευταίοι κατακτητές.

Στην περίοδο της φραγκοκρατίας η Καρυστία αποτέλεσε αυτόνομο φεουδαρχικό κλήρο.

Στην Κάρυστο σώζεται το αξιολογότερο μεσαιωνικό φρουριακό συγκρότημα όλου του νησιού, το οποίο ταυτόχρονα είναι από τα σημαντικότερα της Ελλάδας. Πρόκειται για το φρούριο της Καρύστου, το Καστέλο Ρόσσο ή Κοκκινόκαστρο που είναι κτισμένο πάνω σε ένα ύψωμα, το οποίο δεσπόζει της περιοχής μεταξύ των οικισμών Μύλοι, Γραμπιά και Καλύβια, λίγο μακρύτερα από την παραλία της Καρύστου, μέσα σε ένα τοπίο γεμάτο πλατάνια και τρεχούμενα νερά τόσο αναγκαίων για την ύδρευση του κάστρου. Η θέση του κάστρου και ο επιβλητικός του όγκος το κάνουν ορατό από μεγάλη απόσταση.

Το κάστρο κτίστηκε από τους Λομβαρδούς μετά τη φράγκικη κατάκτηση της Εύβοιας, για να στεγάσει το Ραβάνο Ντάλλε Καρτσέρι τον τριτημόριο της νότιας Εύβοιας.

Γύρω απ' το Καστέλο Ρόσσο δημιουργείται μια πόλη, αφού οι κάτοικοι της Καρύστου έκτιζαν τα σπίτια τους κοντά στο κάστρο, για να μπορούν να ζουν ασφαλέστερα κάτω από την προστασία των ισχυρών τειχών του.

Ηδη από το 1255, ο κύριος του κάστρου και βαρόνος της Καρύστου, ο Βουργουνδός Otho De Cicon, είχε πάρει θεση στη διαμάχη η οποία είχε άγρια ξεσπάσει μεταξύ του ηγεμόνα του πριγκιπάτου του Μορέως από τη μια πλευρά και του Βενετού Βάιλου της Χαλκίδας και των δυο τριτημόριων οι οποίοι είχαν συμμαχήσει μαζί του από την άλλη.

Αλλα τα δεινά της Καρύστου δε τελείωσαν με τον τερματισμό των μεταξύ των Φράγκων και Βενετών εχθροπραξιών. Λίγα χρόνια αργότερα ο ιππότης Λικάριος έφερε και πάλι τον πόλεμο κάτω από τα τείχη της Καρύστου, και μετά από τη στενή πολιορκία εκπόρθησε το φημισμένο κάστρο της, το 1276 παρά τη γενναία άμυνα και εγκατέστησε εκεί βυζαντινή φρουρά. Ομως η Κάρυστος δεν έμεινε για πολύ στα χέρια των Βυζαντινών. Το 1295 ο Βονιφάτιος να Βερόνα, ευνοούμενος του Δούκα της Αθήνας, εγγονός του Γουλιέλμου του Α' κατ' όνομα βασιλιά της Θεσσαλονίκης, θεωρώντας ότι η Κάρυστος αποτελούσε φέουδο της συζύγου του Agnes De Cicon, μετά από πολιορκία εκδίωξε τη βυζαντινή φρουρά και κατέλαβε το φρούριο, το οποίο κράτησε μέχρι το τέλος της ζωής του.

Μετά το θάνατό του η Κάρυστος το 1318 και το κάστρο των Αρμένων, στα Στύρα, ένα άλλο σπουδαίο κάστρο της Εύβοιας, περιήλθαν στην εξουσία του Καταλάνου πρίγκιπα Αλφόνσο Φαδρίγου ντ' Αραγκόν, συζύγου της κόρης του Βονιφάτιου, Μαρούλας.

Όλο αυτό το χρονικό διάστημα οι Βενετοί δεν έπαψαν να ενδιαφέρονται για το λιμάνι της Καρύστου, το οποίο θεωρούσαν χρήσιμο και νευραλγικό για το θαλάσσιο εμπόριό τους. Για το λόγο αυτό ζητούσαν επίμονα από το Φαδρίγο να τους πουλήσει την Κάρυστο. Τελικά πέτυχαν το σκοπό τους και στα 1359 κατάφεραν να αγοράσουν τη βαρονεία της Καρύστου από το γιο του Βονιφάτιο ντ' Αραγκόν, αντί του ποσού των 6.000 δουκάτων, πριν προφτάσουν να γίνουν κύριοι της Καρύστου, οι Ιωαννίτες ιππότες της Ρόδου, οι οποίοι εποφθαλμιούσαν το σημαντικό αυτό φρούριο.
Εκείνη την εποχή, λέγεται, ότι το κάστρο της Καρύστου ήταν τόσο καλά οχυρωμένο και τόσο ισχυρό, ώστε 30 μόνο πολεμιστές ήταν αρκετοί να το υπερασπιστούν αποτελεσματικά.

Υπό τη βενετική κυριαρχία ο πληθυσμός της Καρύστου άρχισε να φθίνει. Παρά την εγκατάσταση σ' αυτή εποίκων από την Τένεδο, ο πληθυσμός παρέμεινε σε απελπιστικά χαμηλά επίπεδα, γιατί πολλοί από τους κατοίκους της είχαν μεταναστεύσει στο Δουκάτο της Αθήνας.

Η πληθυσμιακή παρακμή έφερε και την οικονομική παρακμή. Αυτή η παρακμή της Καρύστου οδήγησε τους Βενετούς πρώτα στην εκμίσθωσή της, στην ιταλική οκογένεια Ιουστινιάνη το 1386 και κατόπιν το 1406 στην παραχώρηση της βαρονείας στο Nicolo Zorzi.

Ομως η παρακμή δεν σταμάτησε, αντίθετα από τις αρχές του 15ου αιώνα μεγάλωσε εξαιτίας της τούρκικης απειλής του λιμού και των Καταλανών κουρσάρων. Ετσι ο πληθυσμός της Καρύστου μόλις που έφτανε εκείνη την εποχή τις δυο με τρεις χιλιάδες κατοίκους. Η αγωνία των κατοίκων της για το μέλλον τους μεγάλωνε. Οταν λοιπόν στα 1429 μια πρεσβεία Ευβοέων πήγε στη Βενετία για να ζητήσει πολεμικά εφόδια και ενισχύσεις εκτός των άλλων ζήτησαν οι Ευβοείς να αποσταλούν Ελληνες στρατιώτες, για την καλύτερη επάνδρωση του φρουρίου, και την απολεσματικότερη άμυνα του.

Παρά τις προσπάθειες των Βενετών, η Κάρυστος ποτέ δεν ξαναβρήκε την παλιά της αίγλη και τελικά το καλοκαίρι του 1470, μετά την κατάληψη της Χαλκίδας από τους Τούρκους, ύστερα από έναν αιώνα απόλυτης κυριαρχίας εγκαταλείφθηκε σιωπηρά και άδοξα από τους Βενετούς και από τους Zorzi, αφήνοντας τους κατοίκους στο έλεος των Τούρκων.

Εποίκηση Αρβανιτών στην Καρυστία.
Οι Βενετοί για να ενισχυθούν στρατιωτικά απέναντι στην απειλή του Αντώνιου Ατσαϊόλη, του δουκάτου Βοιωτίας, αποφασίζουν να φέρουν Αρβανίτες εποίκους στην Εύβοια. Με απόφαση της βενετικής γερουσίας, το 1402, κάνουν προκήρυξη σε όσους Αρβανίτες θέλουν να έρθουν, παρέχοντας τους γεωργικό κλήρο και πολλά προνόμια, υπό τον όρο να πολεμήσουν όποτε χρειαστεί. Το 1425 σημειώνεται δεύτερος εποικισμός Αρβανιτών στην Εύβοια. Οι Βενετοί εγκατέστησαν όλους τους Αρβανίτες σε μια περιοχή που άρχιζε από τη βορεινή πλευρά της Όχης και έφθανε έως το Αλιβέρι και το Αυλωνάρι, χωρίς να περιλαμβάνονται όμως οι οικισμοί Αλιβέρι, Αυλωνάρι, Κάρυστος, Πλατανιστός, Αντιά και Μαρμάρι.

Τουρκοκρατία:

Μετά την αποχώρηση των Βενετών, την Κάρυστο κατέλαβαν οι Τουρκοι του Κοτζά Μαχμούτ πασά, οι οποίοι την ονόμασαν Κιζίλ Χισάρ.

Οι Ελληνες συνέχισαν να κατοικούν γύρω από το Καστέλο Ρόσσο και να διατηρούν ακόμη και μικρές εκκλησίες εκεί, παρά τη σκληρότητα και το φανατισμό των Τούρκων, μέχρι τα τέλη του 17ου αιώνα, όταν διώχτηκαν, εξαιτίας της συμμετοχής τους ως συμμάχων των Βενετών στο βενετοτουρκικό πόλεμο που ξέσπασε το 1684.

Στις 24 Οκτωβρίου του 1688, κατά τη διάρκεια του βενετοτουρκικού πολέμου, ο βενετικός στόλος τον οποίο οδηγούσε ο ίδιος ο Δόγης Μοροζίνι παρουσιάστηκε μπροστά στο λιμάνι της Καρύστου με πρόθεση να καταλάβει το κάστρο. Αγνωστο όμως για ποια αιτία, ο βενετικός στόλος δεν προχώρησε σε πολεμικές ενέργειες κατά των Τούρκων της Καρύστου αλλά αναχώρησε για το Ναύπλιο.

Κατά τον 18ο αιώνα οι Τούρκοι με τη βοήθεια των Ελλήνων έγιναν διώκτες της πειρατίας, η οποία μάστιζε τότε το Αιγαίο πέλαγος. Ομως εκτός από την πειρατεία οι Τούρκοι της Καρύστου εκδίωξαν τον περίφημο καταδρομέα Λάμπρο Κατσώνη, το 1789, και καταδίωξαν τους οπλαρχηγούς του Ολύμπου, οι οποίοι μαζί με άλλους Ελληνες αντάρτες είχαν αρχίσει θαλασσινό πόλεμο και ναυτική ανταρσία κατά των Τούρκων.

Στις αρχές του 19ου αιώνα οι εμφύλιες διαμάχες των Τούρκων συντάραξαν την Κάρυστο και έφεραν πάλι τον πόλεμο κάτω από τα τείχη του κάστρου της. Περί το 1803, ο διοικητής του κάστρου Μουσταφά Αγά εξαιτίας των ερωτικών του σχέσεων με μια παντρεμένη μουσουλμάνα στραγγαλίστηκε και το πτώμα του, αφού τοποθετήθηκε σε ένα σάκο, πετάχτηκε κάτω από τις καμάρες του υδραγωγείου του κάστρου. Ο γιος του Μουσταφά Ομέρ, κλείστηκε με τους ανθρώπους του στο κάστρο, ενώ έξω από αυτό κλείστηκαν οι στρατιώτες του τοπικού μπέη Σαλή, οι οποίοι πολιορκούσαν τον Ομέρ. Τελικά ο Ομέρ με τη βοήθεια 100 Τουρκαλβανών μισθοφόρων διασκόρπισε τους εχθρούς του και έγινε κύριος της Καρύστου, αφού αναγνωρίστηκε απευθείας από την Κωνσταντινούπολη ως τοπάρχης.

Ο Ομέρ υπήρξε δραστήριος ικανός και δυναμικός στρατιωτικός ηγέτης, έμελλε δε κατά την διάρκεια της Ελληνικής επανάστασης η παρουσία του στην Εύβοια να εμποδίσει την πρόοδο του ελληνικού ξεσηκωμού στο νησί.

Με το ξέσπασμα του πολέμου της ανεξαρτησίας, οι Ευβοείς πήραν τα όπλα για τους σκοπούς του απελευθερωτικού αγώνα.

Την άνοιξη του 1821, πλοία από την Αίγινα ήρθαν στην Κάρυστο, με σκοπό να καταλάβουν τα δύο πολεμικά πλοία, τα οποία διέθετε ο Ομέρ και βρίσκονταν ελλημενισμένα στο λιμάνι της Καρύστου. Όμως, τα πλοία κατάφεραν να διαφύγουν από τους Ελληνες καταδρομείς, οι οποιοι αποχώρησαν για το νησί τους αποκομίζοντας ως λάφυρα μόνο μερικά κανόνια από την παραλία της Καρύστου.

Οι Ελληνες από τις αρχές του απελευθερωτικού αγώνα έθεσαν ως στόχο την κατάληψη του κάστρου της Καρύστου. Δύο εκστρατείες, οι οποίες οργανώθηκαν εναντίον του, είχαν άδοξο τέλος, πριν προφτάσουν οι επαναστάτες να φτάσουν στην πόλη της Καρύστου. Η πρώτη είχε οργανωθεί από το άπειρο, γύρω στα πολεμικά ζητήματα, επίσκοπο Καρύστου Νεόφυτο και είχε ως αποτέλεσμα το θάνατο πολλών αγωνιστών και τον τραυματισμό του οπλαρχηγού Βάσου Μαυροβουνιώτη. Η δεύτερη εκτός από την αποτυχία είχε και το οδυνηρό αποτέλεσμα του θανάτου του Μανιάτη οπλαρχηγου Μιχάλη Μαυρομιχάλη μέσα σε ένα μύλο στην περιοχή των Στύρων, όπου είχε οχυρωθεί με μερικούς πολεμιστές. Το κεφάλι του Μαυρομιχάλη στάλθηκε από τον Ομέρ της Καρύστου στην Κωνσταντινούπολη σαν ακριβό λάφυρο και απόδειξη της στρατιωτικής ικανότητάς του.

Παρά τις στρατιωτικές αποτυχίες, οι Ελληνες δεν εγκατέλειψαν την προσπάθεια να εκπορθήσουν το κάστρο της Καρύστου. Από την ανατολική Στερεά Ελλάδα έφτασε στην Εύβοια ο Οδυσσέας Ανδρούτσος, ο οποίος ενίσχυσε με τους άνδρες του τις ελληνικές δυνάμεις. Οι Ελληνες υπό το Νικόλαο Κριεζώτη κατάφεραν να αποκλείσουν τον Ομέρ μπέη, την άνοιξη του 1823 στο φρούριο της Καρύστου και άρχισαν αμέσως τη στενή πολιορκία του.

Οι μουσουλμάνοι είχαν απογοητευτεί μέσα στην πόλη της Καρύστου και μερικοί Τουρκαλβανοί συνεννοήθηκαν με τον Κριεζώτη να ανοίξουν μια από τις πύλες στους Ελληνες σε επικείμενη έφοδό τους. Ομως η πολιορκία δεν κατέληξε στην πολυπόθητη κατάκτηση εξαιτίας των διαφωνιών των Ελλήνων οπλαρχηγών αλλά και της εμφάνισης του τούρκικου στόλου του Χοσρέφ Τοπάλ πασά στη θαλάσσια περιοχή της Καρύστου, ο οποίος αποβίβασε 4000 γενίτσαρους και ισχυρό ιππικο, με σκοπό να λυθεί η πολιορκία και να ανακουφιστούν απο την πίεση των ελληνικών στρατευμάτων οι Τουρκοι της περιοχής. Οι ισχυρές αυτές στρατιωτικές δυνάμεις κινήθηκαν κατά των Ελληνων σε συνδυασμο με τους πολιορκούμενους Τούρκους του Ομέρ και κατάφεραν να απωθήσουν τους Ελληνες και να λύσουν την πολιορκία. Αυτή η τούρκικη επιτυχία είχε ως αποτέλεσμα την ανύψωση του Ομέρ στο αξίωμα του πασά.

Οι ημέρες που ακολούθησαν την τούρκικη επιτυχία υπήρξαν εφιαλτικές για τους Ελληνες της Καρύστου. Αχαλίνωτοι οι Τούρκοι προέβησαν σε βάρος των Ελλήνων σε σφαγές και σε κάθε είδους κακουργήματα.

Οι Ελληνες όμως δεν μπορούσαν να παραβλέψουν τη μεγάλη στρατηγική αξία της Εύβοιας και ειδικότερα της Καρύστου για την έκβαση του απελευθερωτικού αγώνα στην κεντρική και νοτια Ελλάδα. Για το λόγο αυτό ο αρχηγός του τακτικού στρατού Φαβιέρος αποφάσισε το χειμώνα του 1826 να εκστρατεύσει κατά της Εύβοιας. Σχέδιο το οποίο εκπονήθηκε για την αιφνίδια κατάληψη του Καραμπαμπά, εγκαταλείφθηκε λόγω των ελαχίστων πιθανοτήτων επιτυχίας του, αφού τα πολιορκητικά μέσα ήταν ανεπαρκή. Κατόπιν αυτού, ο Φαβιέρος αποφάσισε να στραφεί και να επιτεθεί κατά της Καρύστου.

Τις πρώτες μέρες του Μαρτίου του 1826 τα ελληνικά στρατεύματα έφτασαν προ της Καρύσοτυ, την οποία υπεράσπιζαν 600 Τούρκοι στρατιώτες και ορισμένοι μουσουλμάνοι κάτοικοι.

Οι Ελληνες απέκοψαν την επικοινωνία Χαλκίδας - Καρύστου και άρχισαν την πολιορκία. Αφού κατέλαβαν μερικά σπίτια έξω από την πόλη, μετέφεραν το πυροβολικό τους και το τοποθέτησαν σε θέση που επέτρεπε τον κανονιοβολισμό της πύλης και των οχυρώσεων του κάστρου. Ο βομβαρδισμός της πύλης δεν είχε επιτυχία και σταμάτησε γρήγορα, διότι από την τραχύτητα του εδάφους και τις οπισθοδρομήσεις των πυροβόλων έσπασαν οι άξονές τους και αχρηστεύτηκαν εντελώς.

Ο Φαβιέρος διέταξε την υποχώρηση των στρατευμάτων τα οποία εγκαταστάθηκαν σε νέες ασφαλέστερες θέσεις κυρίως βορειοδυτικά του φρουρίου. Κατά την υποχώρηση των Ελληνων οι Τούρκοι ανεθάρρησαν και αποπειράθηκαν να πλήξουν τα υποχωρούντα ελληνικά στρατεύματα. Το θάρρος όμως του φιλέλληνα Μπεραντιέ και των αντρών του ανέκοψαν την τούρκικη επίθεση και την έβαψαν στο αίμα.

Ο Φαβιέρος έστειλε τους άξονες των πυροβόλων για επισκευή στην Αθήνα και ώσπου να επισκευαστούν ενίσχυσε το στρατό του με δυο μικρά ναυτικά κανόνια, τα οποία ήταν όμως ανίσχυρα να βλάψουν το κάστρο. Δραστήριος αλλά και νευρικός, δεν μπορούσε να περιμένει τη αποκατάσταση του πυροβολικού του και εκπόνησε σχέδιο καταλήψεως της Καρύστου με έφοδο. Τη νύκτα της 9ης Μαρτίου δύο ώρες πριν την αυγή ο λοχαγός Μπεραντιέ έδωσε κατά διαταγή του Φαβιέρου το σύνθημα της εφόδου.

Οι Ελληνες αναπτύχθηκαν σε ένα τόξο που άρχιζε νοτιοανατολικά του κάστρου και κατέληγε δυτικά και άρχισαν την επίθεση κατά των σπιτιών τα οποία είχαν οχυρώσει οι Τούρκοι έξω από τα τείχη της Καρύστου. Σύγχυση και πανικός κατέλαβε τους Τούρκους που άφησαν τις θεσεις τους και έτρεξαν να κρυφτούν πίσω από τα τείχη του κάστρου. Ομως ο φρούραρχος της Καρύστου διέταξε να κλείσουν τις πύλες και τους παρότρυνες να γυρίσουν στις θέσεις τους. Οι Τούρκοι στρατιώτες συμμορφώθηκαν με τις εντολές του φρούραρχου, γύρισαν στις θέσεις τους και άρχισαν να πολεμούν με λύσσα και απελπισία. Τελικά, ο Φαβιέρος αναγκάστηκε να ζητήσει την υποχώρηση των στρατευμάτων μπροστά στο μέγεθος των απωλειών.

Οι περιπέτειες του τακτικού ελληνικού στρατού στη νότια Εύβοια συνεχίστηκαν μέχρι το τέλος Μαρτίου, οπότε ο ελληνικός στόλος μετέφερε και πάλι τον τακτικό στρατό σε φιλικές ακτές της απελευθερωμένης Ελλάδας.

Ομως ο ελληνικός στρατός επέστρεψε στην Κάρυστο ως ελευθερωτής, όταν το Μάρτιο του 1833, η Εύβοια παραδόθηκε τελικά με καθυστέρηση πέντε ετών από τους Τούρκους στους Ελληνες.

Από τη νεότερη ιστορία της Καρύστου αξιοσημείωτη είναι η διαμόρφωση της σύγχρονης πόλης από τον Βαυαρό αρχιτέκτονα Μπίρμπαχ, μετά από εντολή μάλιστα του βασιλιά Όθωνα γι' αυτό και η πόλη ονομαζόταν Οθωνούπολη μέχρι το 1862. Έτσι η Κάρυστος απέκτησε ένα άριστο ρυμοτομικό σχέδιο, με μεγάλους δρόμους, πλατείες και μια θαυμάσια προκυμαία.


Γενικά

Δ.Δ. Αετού

Δ.Δ. Γραμπιάς

Δ.Δ. Καλυβίων

Δ.Δ. Καρύστου

Δ.Δ. Μύλων

Δ.Δ. Πλατανιστού

Όρος Όχης

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση μέρους ή του συνόλου του περιεχομένου του παρόντος web site
με οποιοδήποτε τρόπο χωρίς την έγγραφη άδεια του εκδότη.
Τουριστικός oδηγός Ευβοίας Βόρεια Εύβοια Κεντρική Εύβοια Νότια Εύβοια Σκύρος Οδικός χάρτης Δορυφορικός χάρτης
Χρήσιμα τηλέφωνα στην κατηγορία
"Δήμος Καρύστου"
Αυτοδιοίκηση:
• Δήμος Καρύστου: 22240 22246, 22240 23392
• Νομαρχία Ευβοίας: 22213 51400, 22210 36000

Πολιτισμός:
• Αρχαιολογικό μουσείο Καρύστου: 22240 22472

Μετακινήσεις:
• ΚΤΕΛ νομού Ευβοίας: Κάρυστος: 22240 26303, Χαλκίδα: 22210 20400, Αθήνα: 210 8317163

Υπηρεσίες:
• Αστυνομικό τμήμα Καρύστου: 22240 22262, 22240 22252
• Υπολιμεναρχείο Καρύστου: 22240 22227
• Πυροσβεστικό κλιμάκιο Καρύστου: 22240 26195

Υγεία:
• Νοσοκομείο Καρύστου: 22240 22257
Κεντρική σελίδα Στατιστικά Βιβλιογραφία Απογραφή πληθυσμού Επικοινωνία