Hλεκτρονικό περιοδικό με θέματα και ειδήσεις από την Εύβοια   ...στο διαδίκτυο από το 1999
Σερβιτόρος της Εύβοιας

Έτσι τα λέγαμε παλιά

Διρφυακά Νέα - Μηνιαία εφημερίδα Διαδιρφυακής επικοινωνίας. Επικοινωνία: Γιάννης Γιαννούκος Τηλ.: 22280 51210 & 22280 51224
Έκδοση: Ιανουάριος 2003




- - -


Αίσκιωτος: Ανθρωπος ασυμπάθηστος, αχώνευτος, άχαρος. Αυτός που δεν "εκπέμπει" τίποτα ούτε καν τη σκιά του.

Αραδαριά: Προέρχεται από τη λέξη αράδα, που σημαίνει σειρά, αλλά τη χρησιμοποιούσαν μόνο για ακίνητα πράγματα ή ανθρώπους ή για να τονίσουν την ποσότητα π.χ. κοιμόντουσαν αραδαριά (ο ένας δίπλα στον άλλον), μια αραδαριά θυμωνιές, έχει μια αραδαριά παιδιά, έβαλε το χέρι στην τσέπη του και έβγαλε μια αραδαριά χιλιάρικα.

Βολά: Αντί για τη λέξη φορά, λέγανε βολά π.χ. μια βολά, δύο βολές κ.λ.π.

Γονατάρα: Σκοινί με το οποίο δένανε τα τσουράπια για να σφίγγουν στο πόδι και να μην πέφτουνε. Συνήθως η γονατάρα, ήταν συνέχεια του τσουραπιού.

Ζγαρουνάκια: Μικρά πλεκτά παπουτσάκια για το σπίτι, συνήθως για μικρά παιδιά.

Καπίστρι: Η τριχιά που ήταν προσδεμένη στην καπιστρόνα για να τραβάμε το ζώο.

Καπιστράνα: (Καπστράνα) το σύστημα από δερμάτινα λουριά που ήταν εφαρμοσμένο στο κεφάλι του ζώου όπου προσδενόταν το σχοινί που το τραβούσαν (καπίστρι).

Καρέλιασα: Νύσταξα πολύ. Είμαι καρελιασμένος (πολύ νυσταγμένος).

Καρπολόι: Ξύλινο φτυάρι με μύτες (τσατάλια) που το χρησιμοποιούσαν στο αλώνισμα όταν το άχυρο που είχε μείνει ήταν λίγο και δεν προσφέρονταν τα άλλα εργαλεία για το αλώνισμα.

Κατσαγανιά: Όταν κάποιος προσπαθεί να μας κοροϊδέψει στις συναλλαγές και γενικά να μας φερθεί ανέντιμα, λέμε ότι πάει να μας κάνει κατσαγανιά.

Κλαφούνισμα: Όταν το σκυλί ουρλιάζει μακρόσυρτα, λυπητερά λέμε ότι το "σκυλί κλαφνάει". Η ετοιμολογία ίσως είναι από το κλαίω και το (α.φ.) ο ήχος που αφήνει το σκυλί στο τέλος του ουρλιαχτού του.

Κουδούνια: Μικρά τσαμπιά σταφύλι τα οποία τα μαζεύουν στο τέλος του τρύγου επειδή (δεν φτουράνε στο μάζεμα).

Κντούρα: (Κουντούρα) Το τσαμπί, το σταφύλι.

Κορδελοσωρός: Ο ακατάστατος που δεν ξέρει να ντυθεί, να εμφανιστεί και κατ' επέκταση ο μη κοινωνικός, ο χωρίς καλαισθησία.

Μανούσος: Το αρσενικό περιστέρι. Ο αρχηγός του περιστεριώνα.

Μπότσα: Μια μπότσα, ισοδυναμούσε με δύο οκάδες κρασί. (Το βαρέλι μου χωράει διακόσιες μπότσες).

Μπουζ: Το πολύ κρύο νερό (το νερό είναι μπουζ).

Μπροστοσκοίνι: Η τριχιά που ένωνε τα δύο ζώα στο "ζευγάρι" και προσδενότανε στα καπίστρια τους, για να προχωρούν δίπλα - δίπλα και να μη λοξοδρομούν.

Μυταριά: Όταν το ζώο δεν ήταν υπάκουο, φέρνανε την τριχιά (καπίστρι) ένα γύρω στη μουσούδα του ζώου, ακριβώς εκεί που τελείωνε το στόμα και το σφίγγανε. Το ζώο πονούσε πολύ, αλλά υπάκουε.

Ξυδιάς: Το χαλασμένο, ξινισμένο κρασί.


© 1999-2010 Σερβιτόρος της Εύβοιας.
Απαγορεύεται η χρήση του περιεχομένου ή επανεκπομπή του, σε οποιοδήποτε μέσο,
μετά ή άνευ επεξεργασίας, χωρίς γραπτή άδεια του εκδότη.