Hλεκτρονικό περιοδικό με θέματα και ειδήσεις από την Εύβοια   ...στο διαδίκτυο από το 1999
Σερβιτόρος της Εύβοιας

Ο ...ρεζιλοϊππότης

Αυλίδα - Μηνιαία εφημερίδα της Αυλίδας. Επικοινωνία με την εφημερίδα: Δ. Κουρνόπουλος Τηλ.: 6977003965
Έκδοση: Σεπτέμβριος 2001

Περί καταγωγής

- Ούστ από δω κοπρίτη!

Την παλιά εποχή, τότε που η Εύβοια είχε την τιμή και την χαρά να βρίσκεται σκλαβωμένη στους Λομβαρδούς, στην όμορφη περιοχή της Καρύστου, ζούσε ένας ιππότης. Ο Λικάριο.

Τι ιππότης δηλαδή, ένας ξεβράκωτος ήταν που δεν είχε στον ήλιο μοίρα (κάτι σαν τον σημερινό υπάλληλο) και τριγυρνούσε ρέμπελος εδώ και κει, ψάχνοντας για κανένα ξεροκόμματο. Ένας τρομερός ιππότης του κλώτσου και του μπάτσου.

- Ρε Λικάριε, πετάξου να μου πάρεις τσιγάρα!

- Ρε Λιγούριε, πήγαινε να δεις αν κουνιούνται οι βάρκες!

- Λικάριο με λένε.

- Το ίδιο κάνει!

- Σενιόρ Λικ, κοίτα στην γωνία εάν έρχομαι!

- Δεν πάω. Να πας εσύ.

- Ούστ από δω κοπρίτη.

Η μεγάλη απόφαση

Αφού είδε και αποείδε ο Λικάριο ότι το ξεροκόμματο βγαίνει δύσκολα την σήμερον ημέρα και αφού χόρτασε κατραπακιές και. .. κοπλιμέντα, πήρε την μεγάλη απόφαση.

Για έλα δω ρε Λι (είπε στον εαυτό του). Έχει δει κανένα που να έκανε προκοπή με το μεροκάματο; (αυτοαναρωτήθηκε). Όχι βέβαια (αυτοαπαντήθηκε). Ωραία (αυτοϊκανοποιήθηκε).

Κάθεται, που λέτε, ο φίλος μας ο Λικάριο και φτιάχνει μία λίστα. Όχι φυσικά με τους υποψήφιους Δημοτικούς Συμβούλους του, αλλά με όλες τις πλούσιες και. ..σιτεμένες μεγαλοκυράδες της Εύβοιας.

Μετά, παίρνει χαρτί και μολύβι (τα μπικ δεν υπήρχαν τότε), κάνει τις προσθαφαιρέσεις του συν πολλαπλασιασμό και διαίρεση, βρίσκει ποια τον συμφέρει, φοράει το κοστούμι με τα λιγότερα μπαλώματα και τα ρίχνει στην Φελίζα (απαρηγόρητη) χήρα του άρχοντα Μαρτζότο, ο οποίος πρόσφατα είχε πει «γεια χαρά στις όμορφες και γεια στις μαυρομάτες». Την πλησιάζει διακριτικά και της μιλάει ευγενικά.

- Πως είσθε μανδάμ! Λυπάμαι για τον εξοχότατο που ξέχασε ν' αναπνέει, αλλά τι να κάνουμε; Έτσι είναι η ζωή. Κοιτάξτε τώρα να φτιάξετε τη δική σας, γιατί είσαστε νέα, όμορφη και πλούσια (το τελευταίο δεν το είπε).

Η Φελίζα μόλις τον είδε νεαρό (ήταν), ωραίο (έτσι κι' έτσι) και περπατημένο (είχε οργώσει όλα τα κατσάβραχα του νησιού), πέταξε τις πλερέζες και «στις εννιά του μακαρίτη, άλλον έβαλε στο σπίτι».

Αντιδράσεις

Οι συγγενείς της Φελίζα πέσανε να την φάνε.

- Βρε, αυτόν το λίγδα θα πάρεις; Αυτόν που βρωμάει το χνώτο του από την πείνα; Αυτόν που οι τρύπες στο σώβρακό του είναι μεγαλύτερες από το πανί;

- Δεν μ'ενδιαφέρει εμένα το βρακί του, στήλωσε τα ποδάρια της η. ..ανιδιοτελής Φελίζα.

Έτσι παντρεύτηκαν και ο καρπαζοεισπράκτορας έγινε κάποιος.

Οι συγγενείς όμως που έβλεπαν ότι η (μεγάλη) κληρονομιά πάει περίπατο, δεν το έβαλαν κάτω. Με τις γνωριμίες και τη δύναμη που είχαν, κατάφεραν να αποκλείσουν το αξιότιμο ζεύγος από όλα τα ΙΝ σαλόνια της Εύβοιας.

- Αλλη φορά, μην κανακαλέσετε την Φελίζα στα τσάγια σας. Πήγε με έναν παρακατιανό και απαρνήθηκε την τάξη μας που από τον Θεό είναι ανώτερη, λέγανε, και οι αριστοκράτες άλλο που δεν θέλανε. Βρήκανε θέμα για να περάσει ο χειμώνα.

Της Φελίζα, της οποίας το στόμα πήγαινε ροδάνι και το κουτσομπολιό ήταν το καλύτερό της σπορ, έπεσε να πεθάνει.

- Κάνε κάτι Λικ, λέει στο στεφάνι της, γιατί δεν μας βλέπω καλά. Θα καταντήσουμε να πηγαίνουμε στον καφενέ. Ποιοι; Εμείς!

Ο Λικάριο, μόλις έφαγε καλά και καρδάμωσε, τον έπιασε το. ..μανιάτικο.

- Τώρα θα δείτε κουτόφραγκοι τι θα πάθετε που τολμήσατε να τα βάλετε με εμένα. Ξέρετε ποιος είμαι εγώ ρε; (εδώ δεν ήξερε ο ίδιος θα ξέρανε οι άλλοι;)

Με το πουγγί της γυναίκας του φτιάχνει έναν ιδιωτικό στρατό με τις χειρότερες φάτσες που διέθετε (τότε) η Εύβοια και γίνεται ο φόβος και ο τρόμος της περιφέρειας, ίσαμε την Αυλίδα. Ούτε κότα δεν ξεμύταγε.

Οι επιδρομές του προκαλούσαν μεγάλες ζημιές. Οι υποψήφιοι βουλευτές δεν μπορούσανε να κάνουμε περιοδεία, οι χωριανοί φεύγανε από τα σπίτια τους, τα ζωντανά δεν τα φρόντιζε κανένας και βοσκάγανε εδώ και εκεί, ενώ τα χωράφια έμεναν ακαλλιέργητα.

- Όποιος θέλει να σπείρει, ας πάει. Εμείς φοράμε σκούδο και το κεφάλι μας το χρειαζόμαστε, λέγανε οι χωριάτες και την αράζανε στις καφετέριες των οχυρωμένων πόλεων, βλέπανε ματς του Τσάμπιον Λιγκ και της ΟΥΕΦΑ, ενώ στις διαφημίσεις για ποικιλία, βρίζανε τον Δήμαρχο.

Η ύπαιθρος σιγά - σιγά ερήμωσε, άνθρωπος δεν κυκλοφορούσε και σε λίγο ο Λικάριο βρέθηκε να κονταροχτυπιέται με τ' ανυπεράσπιστα παπιά και γαλοπούλες. Μπορεί να έγινε ο μπαμπούλας του νησιού, δεν είχε όμως τα αποτελέσματα που περίμενε. Τα φιλόδοξά του σχέδια άρχισαν να στραβώνουν.

- Πάλι κότα έφερες; του μουρμούραγε η γυναίκα του όταν επέστρεφε νικητής και τροπαιούχος.

- Έχει δίκιο. Κάτι άλλο πρέπει να κάνω, μονολογούσε, γιατί όπως πάει θα με φάνε οι γκρίνειες και οι κοτόψειρες.

Μεγαλεία!

Πιάνει και γράφει στον αυτοκράτορα του Βυζαντίου Μιχαήλ Η' τον Παλαιολόγο, ορκισμένο εχθρό των Λομβαρδών.

- Μεγάλε, του λέει, στείλε μου στρατό να κατακτήσω την Εύβοια και σου κάνω δώρο ολάκερο το νησί.

Ο Μισέλ άλλο που δεν ήθελε. Σάμπως αυτός θα σκοτωνότανε; Μαζεύει, λοιπόν, τους στρατιώτες του, στήνεται μπροστά στα μικρόφωνα και τους καλοπιάνει.

- Παιδιά μου. Για να δείτε πόσο καλός είμαι, σας στέλνω διακοπές σε ένα όμορφο μέρος και με την ευκαιρία καταλάβετέ το για το καλό του Βυζαντίου. Σας περιμένει εκεί για να σας ξεναγήσει ο στρατηλάτης Λικάριο. Έχω συνεννοηθεί μαζί του. Καλό ταξίδι και αν με ξαναδείτε γράψτε μου.

Φτάνουν οι στρατιώτες στο νησί, αρχίζουν οι μάχες, η Εύβοια σε λίγο καιρό γίνεται τσιφλίκι των Βυζαντινών, ενώ ο ξυπόλητο Λικάριο κονομάει καμιά σαρανταριά παπούτσια, παράσημα, λοφία και κορδέλες. Αρχοντας με τα όλα του και με βρακιά αμπάλωτα.

- Για να μάθετε γύφτοι, έλεγε στους συγγενείς της Φελίζα, που δεν με θέλατε για σώγαμπρο.

Η Φελίζα πάλι, ήταν στα πολύ Χάι της. Τριγύρναγε από δω και από κει, και έμπαινε στα καλύτερα σπίτια. Είχε χάσει βλέπετε επεισόδια και έπρεπε να τα συμπληρώσει.

Μετά, έγιναν πολλά. Στη διαμάχη για την κατοχή του νησιού μπερδεύτηκαν Φράγκοι, Καταλανοί, Αθηναίοι, Ενετοί, Βρουργούνδιοι και άλλοι τέτοιοι περίεργοι, που έκαναν την Εύβοια καλοκαιρινή. Διαλύσανε τα πάντα.

Τελικά όμως, τη νύφη την πλήρωσε η Φελίζα. Την φωνάζει μία μέρα ο Λικ και της σκάει το παραμύθι.

- Ξέρετε μανδάμ; της λέει. Θα σταματήσω ν' αγοράζω από το δικό σας μαγαζί και θα προτιμήσω άλλο, με πιο φρέσκα προϊόντα.

- Τι θέλεις να πεις μάϊ ντίαρ; πέφτει από τα σύννεφα η Φελί, που νόμιζε ότι είχε δέσει το γάϊδαρό της.

- Σε χωρίζω.

- Εμένα ρε; Εμένα που σε μάζεψα από τα φύκια, σου χάρισα τα πάντα, σου μπάλωνα σώβρακα και κάλτσες και σε έκανα άνθρωπο;

- Εσένα.

- Φτού σου ξεφτίλα!

Συνηθισμένος όμως ο Λικάριο στα φτυσίματα, σκουπίζεται και παντρεύεται μία (πιο) πλούσια και ευγενή Ελληνίδα, που του την πλάσαρε ο ίδιος ο αυτοκράτορα Μιχαήλ. Η Φελίζα έπεσε να πεθάνει.

- Ακούς εκεί; Ο προικοθήρας!

Όμως ο τύπος δεν παιζότανε με τίποτα. Ύστερα από λίγο βαρέθηκε τα ίδια και τα ίδια της καινούργιας νύφης και την κοπανάει.

- Πάω στο περίπτερο για τσιγάρα, λέει ένα μεσημέρι στη γυναίκα του, βγαίνει από την εξώπορτα και διαλύει τον Ενετικό στόλο στον Βόλο. Και δεν έφτανε μόνο αυτό, αλλά κυριεύει τη Σκόπελο, τη Σέριφο, τη Σίφνο και πολλά άλλα νησιά και τα δίνει πεσκέσι στους Βυζαντινούς.

Οι Λομβαρδοί τρελαθήκανε. Ένας συμπατριώτης να τους ρίχνει σφαλιάρες πιο σβουριχτές από τους εχθρούς;

Ο Μιχαήλ γινότανε χαλί να τον πατήσει.

- Τι θέλεις Λικ να σου χαρίσω;

- Τα μπαρ και τα ουζάδικα της Αυλίδας, της Λαμψάκου και της Αρτάκης, για να εξασφαλιστώ και να μην περιμένω από τις παντρειές.

- Όλα δικά σου γίγαντα, και δεν θα στέλνω τους εφοριακούς από κει.

Ο κομήτης χάνεται

Από τότε κατά περίεργο τρόπο, θες από τα πολλά ούζα, θες από τα αλμυρά, ο Λικάριο χάνεται σαν τον κομήτη που παρουσιάζεται ξαφνικά, σκορπάει τον τρόμο και εξαφανίζεται.

Όσο τον είδατε εσείς, άλλο τόσο τον είδα και εγώ. Μαζί δε με μας τον ψάχνει και η ιστορία, γιατί το όνομά του δεν ξανακούστηκε. Ούτε το τι απέγιναν οι γυναίκες ή τα παιδιά του είναι γνωστό.

Έτσι, ο «ξεβράκωτος» Λικάριο παρόλα τα μεγαλεία του κατέληξε εκεί από όπου ξεκίνησε. Από το πουθενά.

Ο θρύλος του όμως παραμένει ακόμα και σήμερα ζωντανός, ιδίως στην περιοχή των Φύλλων, όπου τα γεροντάκια, αφού πουν τα καλύτερα λόγια για τις συντάξεις του ΟΓΑ και του ΙΚΑ που παίρνουν, διηγούνται ότι μια φορά και έναν καιρό ζούσε ένας άρχοντας που έκανε πολλά και θαυμαστά κατορθώματα.

Ο Δήμος Χαλκιδέων πάντως, έκανε το χρέος του και ονόμασε έναν δρόμο της πόλης (πίσω από το νοσοκομείο) με το όνομά του, μπας και φιλοτιμηθεί ο ήρωας και σκάσει μύτη και μας πει που βρίσκεται.

Για να λέμε όμως και του στραβού το δίκιο, ο τύπος πρέπει να ήταν παλικάρι. Γιατί, λίγο το έχετε να σε θυμούνται. . έστω και έτσι όπως τον θυμήθηκα εγώ. .. ύστερα από 8 αιώνες;

- Λίκε. .. Λίκε είσαι εδώ;

- Σάμπως ξέρω;
Σπύρος Βεκίνης

© 1999-2010 Σερβιτόρος της Εύβοιας.
Απαγορεύεται η χρήση του περιεχομένου ή επανεκπομπή του, σε οποιοδήποτε μέσο,
μετά ή άνευ επεξεργασίας, χωρίς γραπτή άδεια του εκδότη.