Ο Κώστας Κάβουρας από τη Σκεπαστή, πήγε κάποτε στη ζωοπανήγυρη της Χαλκίδας να αγοράσει ένα μουλάρι.
Λίγα τα λεφτά του, δεν μπορούσε να αγοράσει αυτό που ήθελε. Με αυτά που διέθετε μπορούσε να πάρει κανένα γέρικο, τσαμούσικο, κουτσό.
Απογοητευμένος και κατάκοπος πάλι, σε μια καρέκλα κάποιου καφενείου, ακούμπησε τον αγκώνα στο τραπέζι και με την παλάμη του κρατούσε το κεφάλι του.
Ήλθε το γκαρσόνι, σκούπισε με την πετσέτα το ελεύθερο μέρος του τραπεζιού και ρωτάει: - Τι θα πάρει ο κύριος;
Κι ο Κώστας αφηρημένος του απαντά: - Ένα μουλάρι.
|