Έκδοση
Αξιοποίηση του φαραγγιού του Δημοσάρη και της ευρύτερης περιοχής της Καρυστίας
Αποσπάσματα από τη μελέτη για την αξιοποίηση του φαραγγιού του Δημοσάρη και της ευρύτερης περιοχής Καρυστίας που συντάχθηκε για λογαριασμό της Ν.Α. Εύβοιας. Φεβρουάριος 1999

Κίνδυνοι υποβάθμισης των προστατευτέων αντικειμένων

Αξιοποίηση του φαραγγιού του Δημοσάρη και της ευρύτερης περιοχής της Καρυστίας

Για την περιοχή μελέτης μεγάλη πίεση συνιστά η κτηνοτροφία, οι πυρκαγιές και η λατόμευση. Η ανάγκη για βοσκούμενες εκτάσεις οδηγεί τους κτηνοτρόφους στη μεταφορά των ζώων και στις καμένες εκτάσεις που έχουν κηρυχθεί αναδασωτέες μετά την πυρκαγιά. Επιπλέον η συχνή εμφάνιση δασικών πυρκαγιών έχει επιβαρύνει δραματικά την περιοχή. Η λατόμευση περιορίζεται σε συγκεκριμένες περιοχές και είναι συνήθως επιφανειακή, συνιστά όμως μεγάλη επιβάρυνση για το τοπίο και το οικοσύστημα και γενικότερη όχληση για την περιοχή.

Βόσκηση-Υπερβόσκηση
Παρά την παρατηρούμενη τάση εγκατάλειψης των μικρών χωριών του Καβοντόρου και της Όχης συνεχίζει να υπάρχει η τοπική επιβάρυνση αρκετών περιοχών από την ανεξέλεγκτη άσκηση της κτηνοτροφίας όπως φαίνεται και από τις επιδοτήσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Η πίεση της βοσκής, στα δάση της περιοχής μελέτης, όπως άλλωστε και στο σύνολο σχεδόν των δασών της χώρας μας, εξακολουθεί να είναι έντονη, παρά το γεγονός ότι η βοσκοϊκανότητα της δασικής βλάστησης είναι μικρή σε σύγκριση με άλλες φυτοκοινωνίες. Η βόσκηση επηρεάζει άμεσα τη σύνθεση αλλά και τη δομή της δασικής βλάστησης (αλλοίωση της σύνθεσης της υποβλάστησης αλλά και των ίδιων των δασοσυστάδων). Επιπλέον, τα ζώα που βόσκουν μέσα στο δάσος καταπατούν τα νεαρά φυτάρια, τρώνε ή σπάνε τους ακραίους και τους πλάγιους βλαστούς των φυταρίων και δενδρυλλίων, προκαλούν ζημιές στο φλοιό και τις ρίζες των δενδρυλλίων και δένδρων, προκαλούν συμπίεση των ανώτερων στρωμάτων του εδάφους με αποτέλεσμα την αύξηση της επιφανειακής απορροής, τη διατάραξη της υδατικής οικονομίας του εδάφους και τη διάβρωσή του. Η βαριά ή εντατική βόσκηση ή υπερβόσκηση στα δάση της περιοχής οδηγεί σε εξαφάνιση της αναγέννησης, σε υπεργήρανση των συστάδων, υποβάθμιση του εδάφους και τελικά σε βαθμιαία εξαφάνισή τους. Η οπισθοδρομική διαδοχή που σε περιπτώσεις υπερβόσκησης λαμβάνει χώρα οδηγεί βαθμιαία από το δάσος στα δασοσκεπή λιβάδια, στους βοσκότοπους και τελικά σε άγονες εκτάσεις οι οποίες μερικές φορές δεν είναι κατάλληλες ούτε για βοσκή.

Τις μεγαλύτερες ζημιές στα δάση τις προκαλούν τα γίδια. Ακόμη και όταν υπάρχουν αρκετές πόες και γράστεις για τη διατροφή τους, κατατρώνε εύκολα φύλλα και βλαστάρια από τα νεαρά νεόφυτα και δενδρύλλια, εξαφανίζοντας εντελώς τη φυσική αναγέννηση των συστάδων (αυτό συμβαίνει σε μεγάλο βαθμό στις συστάδες καστανιάς στο όρος Όχη).

Αλλά και τα άλλα ζώα όπως είναι τα πρόβατα, δεν είναι λιγότερο επιζήμια για το δάσος. Τα πρόβατα, εκτός από την καταστροφή στην αναγέννηση που επιφέρουν, προκαλούν, επειδή βόσκουν σε κοπάδια (αγεληδόν) ισχυρή συμπίεση του εδάφους. Επιπλέον, η κτηνοτροφία προβάτων, απαιτεί την τακτική καύση των βοσκοτόπων για την αναγέννηση των αγρωστωδών, που είναι γνωστό στους κτηνοτρόφους ως "πούσι". Τα πρόβατα κατατρώγουν την ενδημική και σπάνια χλωρίδα της περιοχής μελέτης και προκαλούν τοπικά ισχυρή διάβρωση.

Εκτός από τις ζημιές που αναφέρθηκαν παραπάνω ότι προκαλούνται στα δάση, η εντατική βόσκηση συνεπάγεται και κινδύνους για την υγεία των δασικών δένδρων. Η πλήγωση των ριζών και του κορμού των δενδρυλλίων και των δένδρων δημιουργεί τις κατάλληλες προϋποθέσεις για την προσβολή από μύκητες.

Πέρα όμως από τα δάση, η βόσκηση επηρεάζει άμεσα και τη σύνθεση της λιβαδικής βλάστησης, εξαιτίας κυρίως της προτίμησης από τα ζώα ορισμένων φυτικών ειδών, που είναι επιθυμητά, μεταξύ εκείνων που συγκροτούν τη βλάστηση, με αποτέλεσμα τα είδη αυτά να μειωθούν ή και να εξαφανιστούν και τη θέση τους να καταλάβουν άλλα που δεν προτιμούνται. Αποτέλεσμα της επιλεκτικής βόσκησης είναι η αλλαγή σύνθεσης του λιβαδιού και η επικράτηση στη φυτοκάλυψη λιγότερο επιθυμητών ή ανεπιθύμητων λιβαδικών φυτών. Πρέπει ωστόσο να επισημάνουμε ότι, ο βαθμός αλλαγής της σύνθεσης ενός λιβαδιού εξαιτίας της βόσκησης εξαρτάται από την εποχή, από τη συχνότητα και ιδιαίτερα από την ένταση με την οποία ασκείται η δραστηριότητα αυτή. Η ελαφρά βόσκηση έχει ανεπαίσθητες επιδράσεις στη σύνθεση, η μέτρια βόσκηση προκαλεί συνήθως ορισμένες μεταβολές, οι οποίες όμως δεν είναι θεαματικές ιδιαίτερα σε ποολίβαδα κυριαρχούμενα από πολυετή φυτά. Η υπερβόσκηση αντίθετα με τις παραπάνω μορφές βόσκησης προκαλεί κατά κανόνα σημαντικές αλλαγές στη σύνθεση που εκφράζονται με το φαινόμενο της οπισθοδρομικής διαδοχής, η οποία οδηγεί τελικά στην υποβάθμιση του λιβαδιού. Με την έντονη βόσκηση ευνοούνται συνήθως τα ετήσια ανεπιθύμητα είδη σε βάρος επιθυμητών πολυετών, όπως συμβαίνει στις υπερβοσκούμενες μετά την πυρκαγιά εκτάσεις των φρυγάνων.

Εκτός από τις άμεσες επιδράσεις, η βόσκηση των ζώων έχει και έμμεσες επιδράσεις στη σύνθεση της λιβαδικής βλάστησης. Μεταξύ των μικρών θηλαστικών, των πτηνών και των μυρμηγκιών υπάρχουν πολλά είδη που συλλέγουν σπόρους λιβαδικών φυτών από διάφορα μέρη του λιβαδιού και τους αποθηκεύουν στις φωλιές τους για κατανάλωση. Σπάνια όμως όλοι αυτοί οι σπόροι τρώγονται με αποτέλεσμα όσοι μένουν αχρησιμοποίητοι να φυτρώνουν και να αναπτύσσονται (π.χ. οι αμιγείς ποοσυστάδες αγριοκρίθαρου: Hordeum bulbosum, ή του αγριοσίταρου Dasypyrum villosum που συχνά εμφανίζονται στις παλιές μυρμηγκοφωλιές στα λιβάδια). Μ'αυτόν τον τρόπο ενεργητικής μεταφοράς των σπόρων από θέση σε θέση, τα μικρά ζώα προκαλούν διαρκείς αλλαγές στη σύνθεση της λιβαδικής βλάστησης.

Επιχωμάτωση και αποξήρανση μικρών υγροτόπων- καταστροφή φυσικού υδατικού δικτύου
Ο υγρότοπος του Κάμπου της Καρύστου επιχωματώνεται αυθαίρετα και συστηματικά και έχουν απομείνει ελάχιστα μόνο στρέμματα με υγρά λιβάδια, εποχιακά τέλματα, καλαμώνες και άλλους αξιόλογους τύπους οικοτόπων. Οι έντονες ανθρωπογενείς πιέσεις έχουν ως αποτέλεσμα να απειλούνται αρκετά είδη φυτών με τοπική εξαφάνιση (π.χ. Iris pseudacorus), ένας πολύ σημαντικός απομονωμένος πληθυσμός βίδρας, καθώς και τα περισσότερα σπάνια και προστατευόμενα πουλιά, αμφίβια και ερπετά της περιοχής μελέτης. Ανάλογες πιέσεις ασκούνται και στο μικρό υγρότοπο στο ποτάμι του Πλατανιστού.

Πυρκαγιές
Η καύση για τη βελτίωση της θρεπτικής αξίας των λιβαδικών φυτών (τρόπος βελτίωσης των βοσκοτόπων), προφανώς γιατί απομακρύνεται η παλιά αύξηση και δημιουργείται νέα που είναι πλούσια σε υγρασία και θρεπτικά στοιχεία, αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της βόσκησης των προβάτων. Οι φωτιές της τελευταίας δεκαετίας φαίνεται ότι έχουν αυξηθεί σε συχνότητα. Οι επανειλημμένες φωτιές καταστρέφουν τη δενδρώδη βλάστηση σε ορισμένους πολύ σημαντικούς οικοτόπους όπως είναι το δάσος καστανιάς, τα δάση αριάς κ.ά. Η επίδραση της φωτιάς, όπως συμβαίνει με όλους τους οικολογικούς παράγοντες, μπορεί να είναι ευνοϊκή ή δυσμενής ανάλογα με τη μορφή της, την έντασή της, τη συχνότητα επανάληψης και τη σύνθεση του οικοσυστήματος στο οποίο εμφανίζεται και από τη συνεπίδραση άλλων παραγόντων και κυρίως της βοσκής. Οι έρπουσες πυρκαγιές καταστρέφουν μόνο την υποβλάστηση χωρίς να θίγουν τα δένδρα (δρουν δηλ. επιλογικά καταστρέφουν τον επικείμενο χούμο απελευθερώνοντας σημαντικές ποσότητες θρεπτικών συστατικών και έτσι διευκολύνουν την αναγέννηση των δένδρων, καθώς και την ανάπτυξη γράστεων και ψυχανθών ειδών με μεγάλη θρεπτική αξία για τα ήμερα ή άγρια ζώα που βόσκουν μέσα στο δάσος. Η έρπουσα πυρκαγιά με τη μορφή του "ελεγχόμενου" ή "προδιαγεγραμμένου πυρός" έχει καταστεί σήμερα σε πολλές χώρες, ένα όργανο χειρισμού δασών και βοσκοτόπων (συνηθισμένη πρακτική και για τη χώρα μας. Η επικόρυφη πυρκαγιά είναι η πιο καταστρεπτική, γιατί καταστρέφει ολόκληρο το οικοσύστημα, το οποίο πρέπει να δημιουργηθεί από την αρχή. Οι τακτικές πυρκαγιές σε συνδυασμό με την έντονη βόσκηση που ασκείται αμέσως μετά έχουν ως αποτέλεσμα τη μείωση των πληθυσμών πολλών φυτικών ειδών και την αλλαγή της σύνθεσης των φυτοκοινοτήτων της περιοχής.

Διάνοιξη δρόμων σε φυσικές περιοχές
Είναι κοινά αποδεκτό ότι η διάνοιξη δρόμων είναι σημαντικό έργο για την κάλυψη βασικών αναγκών επικοινωνίας και μεταφορών. Η σκοπιμότητα όμως ενός δρόμου και του ολοκληρωμένου οδικού δικτύου πρέπει να μελετάται με βάση ολοκληρωμένη αντιμετώπιση σκοπιμοτήτων και πραγματικών αναγκών.

Στην περιοχή έχουν διανοιχτεί πολλοί δρόμοι (χωρίς μελέτη), που δημιουργούν σημαντικά προβλήματα στα πρανή από τα υλικά εκσκαφής. Συχνά λόγω έλλειψης σωστής μελέτης οι δρόμοι αυτοί παρουσιάζουν και τεχνικά προβλήματα. Πολλοί δρόμοι στην Όχη κατασκευάζονται πρόχειρα για την "έρευνα" πόρων πλάκας Καρύστου. Πολλοί δρόμοι παραμένουν ημιτελής και προκαλούν σημαντική διάβρωση, αλλοίωση του τοπίου, καταστροφή σπάνιας χλωρίδας, όχληση πανίδας και κατακερματισμό οικοτόπων. Επειδή εκτιμάται ότι η διάνοιξη δρόμων είναι ένα από τα σοβαρότερα περιβαλλοντικά προβλήματα στην περιοχή της Όχης αξίζει να αναλυθούν εδώ οι αρνητικές επιπτώσεις που μπορούν να επιφέρουν. Στην περιοχή έχουν καταγραφεί οι ακόλουθες αρνητικές επιπτώσεις:

α) Απώλεια και μετατροπή ενδιαιτημάτων (οικοτόπων).
Η κατασκευή ενός δρόμου επιφέρει απώλεια ενδιαιτημάτων, η οποία τελικά μπορεί να καλύψει μεγάλη έκταση γης. Για ένα δρόμο με πλάτος 30 μ. η απώλεια ανά χιλιόμετρο μήκους είναι 30 στρέμματα για το βασικό υπόστρωμα. Σ' αυτή την έκταση μπορεί να αλλοιωθούν φυτοκοινωνίες και σπάνιοι ανθώνες ανεκτίμητης σημασίας.

β) Απομόνωση πληθυσμών πανίδας και χλωρίδας.
Οι δρόμοι μπορούν να λειτουργήσουν και ως φραγμοί στις μετακινήσεις της χερσαία πανίδας.

γ) Αμεση θανάτωση πανίδας.
Πολλά είδη πανίδας θανατώνονται από τα αυτοκίνητα. Επίσης, η λαθροθηρία επεκτείνεται πολύ πιο εύκολα μετά την κατασκευή δρόμων.

δ) Δημιουργία τεχνητών οικοτόνων και τεχνητών διαδρόμων επικοινωνίας.
Συχνά μεταφέρονται είδη από άλλες περιοχές και φύονται στα κράσπεδα του δρόμου. Έτσι, ένας δρόμος μπορεί να αλλάξει τη σύνθεση της χλωρίδας ή να εισέλθουν ζιζάνια που δεν προϋπήρχαν στην περιοχή πριν την κατασκευή του δρόμου.

ε) Εκπομπή υλικών και ενέργειας από τα αυτοκίνητα.
Η εκπομπή χημικών και αέριων ουσιών όπως τα λάδια, το αλάτι, τα καυσαέρια που περιέχουν βαρέα μέταλλα οδηγούν σε ρύπανση του εδάφους, τον υδάτων και του αέρα δίπλα στο δρόμο. Η εκπομπή ενέργειας όπως θόρυβοι, κραδασμοί και φώτα οδηγεί τα ζώα να αποφεύγουν τις γειτονικές με τον δρόμο περιοχές στην επιλογή θέσεων φωλιάσματος, κουρνιάσματος και διατροφής.

Διάβρωση εδαφών.
Η διάβρωση των εδαφών είναι ένα σημαντικό πρόβλημα που άμεσα και έμμεσα επηρεάζει τα φυσικά οικοσυστήματα της περιοχής και τη δυνατότητα αποκατάστασης τους. Η ορεινή περιοχή της Όχης σε μεγάλο τμήμα της, κυριαρχείται από ευαποσάθρωτα πετρώματα (όπως χαλαζιακών σχιστόλιθων). Λόγω του έντονου ανάγλυφου και της μακροχρόνιας αποδάσωσης υπάρχει κίνδυνος εμφάνισης σοβαρών διαβρωτικών φαινομένων. Η έντονη βόσκηση καθώς και η μη επιμελημένη διάνοιξη πολλών δρόμων σε επικλινείς πλαγιές έχουν συντελέσει στην εμφάνιση έντονων φαινομένων διάβρωσης σε πολλά σημεία του βουνού. Πρόσφατες αδημοσίευτες μελέτες επιστημόνων από το Πανεπιστήμιου Gent στο Βέλγιο, επισημαίνουν ότι οι νέες διανοίξεις δρόμων είναι ο σημαντικότερος παράγοντας της διάβρωσης του εδάφους στην περιοχή της Όχης.

Μη σημειακή ρύπανση από τις γεωργικές καλλιέργειες.
Η χρήση των λιπασμάτων και των φυτοφαρμάκων (παρασιτοκτόνων) δεν είναι πάντα ορθολογική, με αποτέλεσμα ποσότητες από τα χημικά αυτά να καταλήγουν στις αποστραγγιστικές τάφρους και σε άλλα τμήματα του υγροτόπου του κάμπου της Καρύστου. Οι επιπτώσεις των φυτοφαρμάκων δεν έχουν μελετηθεί στον κάμπο της Καρύστου, γεωπόνοι της περιοχής υποστηρίζουν ότι η επιβάρυνση των καλλιεργειών με φυτοφάρμακα δεν είναι ιδιαίτερα έντονη. Εξαιτίας της μικρής έκτασης των αγροτεμαχίων, το τοπικό κλίμα (τακτικοί άνεμοι που εξυγιαίνουν το αμπέλι από παράσιτα), καθώς και η τάση εγκατάλειψης της καλλιέργειας των σιτηρών στην περιοχή του κάμπου, δεν παρατηρείται ιδιαίτερη επιβάρυνση από φυτοφάρμακα. Η εγκατάλειψη των καλλιεργειών είναι ακόμα πιο εκτεταμένη στις ημιορεινές περιοχές και δεν υπάρχουν πλέον καλλιέργειες πάνω από το υψόμετρο των 500 μ. στην Όχη.

Σημειακές μορφές ρύπανσης.

α) Σημειακή ρύπανση από χώρους ανεξέλεγκτης απόρριψης απορριμμάτων.
Έχουν καταγραφεί οι χώροι ανεξέλεγκτης απόρριψης απορριμμάτων, από τους οποίους ο σημαντικότερος και ο περισσότερο επιβαρυντικός βρίσκεται στην τεχνητή λίμνη Σουβάλα στον κάμπο της Καρύστου. Η ανεξέλεγκτη επιχωμάτωση αυτής της λίμνης γίνεται τα τελευταία 15 χρόνια όχι μόνο με μπάζα αλλά και με σκουπίδια, νεκρά ζώα κλπ. Επειδή η εν λόγω λιμναία έκταση επικοινωνεί με τον υδροφόρο ορίζοντα, που φαίνεται ότι ανανεώνει τα νερά της μόνιμα πλημμυρισμένης λίμνης, υπάρχει πιθανότητα ρύπανσης των υπόγειων νερών του κάμπου. Επιπλέον, η δημιουργία ανεξέλεγκτης χωματερής σε έναν από τους σημαντικότερους βιότοπους για την ορνιθοπανίδα της περιοχής, υποβαθμίζει την οικολογική αξία του κάμπου της Καρύστου.

Πολύ σημαντική καταστροφή είναι και η τακτική ρίψη υγρών απόβλητων στην περιοχή της επίσημης χωματερής της Καρύστου στην θέση Αγιοι Θεόδωροι. Αυτά τα αστικά απόβλητα (κυρίως ανεπεξέργαστα βοθρολήματα) καταλήγουν μέσω των αποστραγγιστικών τάφρων στο ρέμα της Ρηγιάς. Η ρίψη αποβλήτων στον κάμπο της Καρύστου άρχισε στα μέσα της δεκαετίας του '80 και συνεχίζεται ως σήμερα παρά τη λειτουργία του βιολογικού σταθμού επεξεργασίας λυμάτων. Το πιο εμφανές αποτέλεσμα είναι η θολότητα των νερών της Ρηγιάς, που μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του '80 ήταν διαυγή κατά τους καλοκαιρινούς μήνες. Έχει επίσης παρατηρηθεί και αύξηση του ευτροφισμού σε τμήματα της Ρηγιάς κατά τους καλοκαιρινούς μήνες.

Σημαντική πηγή ρύπανσης αποτελεί επίσης η τακτική ρήψη αστικών αποβλήτων μέσα στις ρεματιές της περιοχής. Σημαντικές συγκεντρώσεις αστικών σκουπιδιών παρατηρήθηκαν στη ρεματιά της Λάλας, των Μύλων, του Πλατανιστού, του Κομίτου, καθώς και σε άλλα ρέματα της περιοχής.

β) Μονάδες επεξεργασίας των προϊόντων του πρωτογενούς τομέα.
Υπάρχουν μόνο δύο ελαιοτριβεία στην περιοχή τα οποία φαίνεται ότι ρίχνουν τα απόβλητά τους στο ρέμα της Λάλας, καθόλη τη διάρκεια του φθινοπώρου, αλλά και νωρίς το χειμώνα. Αποτελούν σημαντική πηγή επιβάρυνσης του υδάτινου οικοσυστήματος, αλλά και πηγή αισθητικής ρύπανσης.

γ) Απόβλητα από κτηνοτροφικές δραστηριότητες.
Υπάρχει ένα σφαγείο στην όχθη του ρέματος της Λάλας στον κάμπο της Καρύστου (κοντά στη θέση Πηγάδι του Πασά), που φαίνεται ότι φορτίζει το κάτω τμήμα του ποταμό με απόβλητα.

Εκχερσώσεις.
Αυτό το πρόβλημα παρατηρείται περισσότερο στον κάμπο της Καρύστου, όπου απαντούν τοπικά "σπάνιοι" οικότοποι που έχουν πολύ περιορισμένη έκταση. Η κοπή μερικών δεκάδων ιτιών ή ο καθαρισμός μιας αποστραγγιστικής τάφρου στον κάμπο, μπορεί να έχει σοβαρές αρνητικές επιπτώσεις στην πανίδα και τη χλωρίδα που είναι εξειδικευμένη να ζει στο ιδιαίτερο περιβάλλον του υγροτόπου.

Στον κάμπο της Καρύστου και αλλού παρατηρούνται μεγάλες εκτάσεις με φυσικούς φυτοφράχτες, που αποτελούν καταφύγιο για πολλά είδη πουλιών, ερπετών αλλά και για τις βίδρες.

Το πρόβλημα των εκχερσώσεων είναι ιδιαίτερα έντονο και στις όχθες των υδάτινων ρευμάτων όπου η φυσική βλάστηση εκχερσώνεται για τη δημιουργία δρόμων, οικοπέδων ή την επέκταση χωραφιών.

Πολύ σημαντικό ζήτημα για την περιοχή είναι επαναφορά της δασικής παραποτάμιας βλάστησης σε καλλιέργειες που έχουν εγκαταλειφθεί τα τελευταία 30 χρόνια. Σε πολλές περιοχές, δάση πλατάνου και δρυός έχουν προέλθει από ανάκαμψη της φυσικής βλάστησης μέσα σε παλιές καλλιέργειες (π.χ. κοιλάδα Πλατανιστού, Στέφηδες Καλλιανού, "Πλατανοδάσος" Καλλιανού, Λενοσαίοι Καλλιανού, κοιλάδα Λάλας Καλυβίων κ.α.). Αυτή η φυσική οικολογική διαδοχή των πρώην καλλιεργειών είναι πολύ σημαντικές και θα έπρεπε να προστατευτούν.

Μια τέτοια παρέμβαση που θα δίνει κίνητρα στους ιδιοκτήτες για την προστασία της φυσικής δασικής βλάστησης μέσα σε πρώην καλλιέργειες είναι δυνατό να επιδοτηθεί από τον Κανονισμό 2078/92 και θα είχε τα ακόλουθα θετικά αποτελέσματα:

  • ανάσχεση των πλημμυρικών φαινομένων και συγκράτηση των εδαφών
  • διατήρηση ενός πολύ σημαντικού οικοσυστήματος
  • αύξηση πολλών ειδών πανίδας
  • αισθητική του τοπίου
  • αποκατάσταση του δασικού χαρακτήρα της περιοχής, πολλαπλασιάζοντας την οικολογική αξία και φυσικότητά της
  • αξία αναψυχής και ποιότητα ζωής των κατοίκων

Υλοτομία.
Η υλοτόμηση γίνεται για την απόκτηση ξυλοκάρβουνου και καυσόξυλων (για εμπόριο). Αυτές οι δραστηριότητες έχουν υποβαθμίσει τα τελευταία 10 χρόνια σημαντικές εκτάσεις με αριές, όπως το 1989 πάνω από το χωριό Καλλέργο όπου παρατηρήθηκε μικρής κλίμακας αποψίλωση.

Η εκτεταμένη κοπή φυλλοβολών δρυών, πλατάνων και δενδρωδών πουρναριών μεγάλης ηλικίας έχει σοβαρές επιπτώσεις σε πολλά είδη πουλιών που εξαρτώνται άμεσα από τέτοιες δασικές συστάδες (σφηκιάρης, σταυραετός, τσιχλογέρακο, νανόμπουφος κ.ά). Παλιά, η κοπή δένδρων για καυσόξυλα ή άλλες χρήσεις γινόταν μέσω κλαδονομής, ενώ υπήρχαν πολλές δυσπρόσιτες περιοχές όπου δεν γινόταν υλοτόμηση. Σήμερα, το πυκνό οδικό δίκτυο προσφέρει εύκολη πρόσβαση σε οποιονδήποτε με αλυσοπρίονο και μικρό φορτηγό να εκμεταλλευθεί και να εμπορευθεί αιωνόβια δένδρα. Τέτοιες υλοτομίες παρατηρήθηκαν σε μεγάλης ηλικίας άτομα δρυός στα Ρούκλια, στους νότιους πρόποδες της Οχης (γύρω από τα χωριά Λάλα και Γραμπιά) και στον Αγιο Δημήτριο. Υλοτομίες πλατάνων σε παρόδιες θέσεις παρατηρήθηκαν στην κοιλάδα των Ρούκλιων, ενώ δεκάδες πλατάνια κόπηκαν το καλοκαίρι του 1997 στο "Πλατανοδάσος" του Καλλιανού. Κομμένα άτομα καστανιάς βρέθηκαν σε παρόδιες θέσεις επίσης στην κοιλάδα των Ρούκλιων. Η τάση παράνομης υλοτομίας φαίνεται να αυξάνεται στην περιοχή. Η απώλεια αυτών των γηραιών δένδρων έχει επιπτώσεις στην πανίδα, ειδικά σε μια περιοχή όπου κυριαρχούν οι ημιφυσικοί θαμνώνες και οι δασικές συστάδες σπανίζουν.

Δόμηση.
Η περιοχή στους νότιους πρόποδες της Όχης στα χωριά της "Γούρνας της Καρύστου", αναπτύσσεται γρήγορα και η άναρχη δόμηση προκαλεί αισθητική υποβάθμιση του τοπίου. Εξοχικές κατοικίες δίπλα σε ρεματιές προκαλούν την πύκνωση του οδικού δικτύου και σοβαρή όχληση στην πανίδα, χλωρίδα καθώς και στη ρύπανση των υδατικών δικτύων. Το πρόβλημα είναι ιδιαίτερα έντονο πίσω από τις παραλίες Ποτάμι, Καλλιανού και Σκινοδαύλια, όπου πρώην χωράφια και βοσκότοποι αρχίζουν να πωλούνται για οικόπεδα. Αλλά και στον κάμπο της Καρύστου οι εκτεταμένες επιχωματώσεις, η ανάπτυξη του οδικού δικτύου και οι υπόλοιπες υποδομές οδηγούν στην αλλαγή της φυσιογνωμίας της περιοχής.

Λατόμευση.
Η απρογραμμάτιστη λατόμευση, χρησιμοποιεί εκρηκτικά μεγάλων δονήσεων και επεκτείνει το πυκνό οδικό δίκτυο, υποβαθμίζοντας βραχώδεις σχηματισμούς όπου φύονται σπάνια βραχόφιλα φυτικά είδη και φωλιάζουν αρκετά σπάνια και απειλούμενα πουλιά. Οι εκτεταμένες, μη-σταθερές σάρες που δημιουργούνται, καλύπτουν θαμνώνες και κατακερματίζουν το τοπίο, προκαλώντας αισθητική υποβάθμιση. Τα λατομεία τοπικά μπορούν να υποβαθμίσουν και την υδρογραφία και να καταστρέψουν σπάνιους γεωλογικούς σχηματισμούς (π.χ. σπηλιές, εντυπωσιακούς γκρεμούς). Στην περιοχή μελέτης έντονη και πυκνή συγκέντρωση λατομείων παραητρείται στα δυτικά της όρια και ειδικότερα στο επάνω τμήμα του φαραγγιού του Αγίου Δημητρίου. Τονίζεται ότι το μεγαλύτερο ποσοστό της λατομευτικής δραστηριότητας ασκείται σε θέσεις εκτός της προτεινόμενης προς προστασία περιοχής της Όχης.

Έργα ύδρευσης.
Στις αρχές της δεκαετίας του '90 ολοκληρώθηκε ένα πολυδάπανο έργο ύδρευσης της Καρύστου από της πηγές του Δημοσάρη. Αυτό το έργο είχε σημαντικές περιβαλλοντικές επιπτώσεις ειδικά κατά την φάση κατασκευής του (κοπή δεκάδων αιωνόβιων πλατάνων, επιχωματώσεις, κατασκευή δρόμου, διάβρωση, όχληση).

Σήμερα το έργο λειτουργεί μονάχα στο διάστημα των καλοκαιρινών μηνών. Τα σημαντικότερα περιβαλλοντικά προβλήματα που καταγράφηκαν κατά την φάση λειτουργίας του έργου είναι τα εξής:

  • μείωση παροχής ποταμού κατά τους καλοκαιρινούς μήνες. Όμως, παρά τη μείωση κανένα τμήμα του ποταμού δεν ξηραίνεται και η παροχή φαίνεται να αρκεί για την διατήρηση του οικοσυστήματος. Σε καμία περίπτωση στο μέλλον δεν θα πρέπει να αντηθεί τόσο νερό ώστε να αποξηρανθεί τμήμα του ποταμού. Η λειτουργία του αντλιοστασίου απαιτεί έρευνα ώστε να μην υπάρχουν αρνητικές επιπτώσεις.
  • ύπαρξη μεγάλου δρόμου πρόσβασης στην Πηγή Δημοσάρη. Ο φαρδύς αυτός δρόμος δεν είναι επαρκής από τεχνική σκοπιά προκαλώντας σημαντική διάβρωση και αισθητική αλλοίωση του τοπίου.
  • αισθητική ρύπανση από το κτίριο του αντλιοστασίου που προβάλει έντονα μέσα στη δασωμένη χαράδρα.
  • ηχορύπανση του κτιρίου του αντλιοστασίου. Κατά τη λειτουργία του, το αντλιοστάσιο εκπέμπει ένα διαπεραστικό βόμβο που γίνεται αντιληπτός από το μονοπάτι του Δημοσάρη.

Αιολικοί Σταθμοί Παραγωγής Ηλεκτρικής Ενέργειας
Οι ανεμογεννήτριες είναι δυνατό να δημιουργήσουν και αρνητικές περιβαλλοντικές επιπτώσεις όταν δεν γίνει ορθολογική μελέτη κατάλληλης χωροθέτησή τους μέσα στο τοπίο μίας προστατευόμενης φυσικής περιοχής.

α) Αισθητική ρύπανση και ηχορύπανση.
Όταν μια σειρά από ανεμογεννήτριες τοποθετηθούν σε κορυφογραμμή ή σε θέση που κυριαρχούν πάνω στο τοπίου, είναι δυνατόν να αλλάξει τη φυσική φυσιογνωμία του τοπίου ή να υποβαθμίσουν την αισθητική του τοπίου. Πολύ κοντά στις ανεμογεννήτριες (και πάντα σε σχέση με το μοντέλο ανεμογεννήτριας) υπάρχει κάποιος βόμβος που μπορεί να είναι ενοχλητικός.

β) Περιβαλλοντική υποβάθμιση και όχληση από την υποδομή της μονάδας ανεμογεννητριών.
Δεν είναι μόνο οι ανεμογεννήτριες που επιδρούν στο τοπίο (αισθητικά και φυσιογνωμικά), αλλά ένα ολόκληρο δίκτυο από εγκαταστάσεις. Παράλληλα, άλλα έργα συνδεδεμένα με τους πυλώνες είναι η οδοποιία, οι μικρές κτιριακές εγκαταστάσεις, οι πυλώνες, οι περιφράξεις, η σύνδεση με δίκτυο της ΔΕΗ κτλ. Ειδικά η δημιουργία δρόμων σε πρώην φυσικές περιοχές αυξάνει την ένταση των πιέσεων που δέχονται επιμέρους στοιχεία του περιβάλλοντος της περιοχής (κυνήγι, λαθροϋλοτομία, λατόμευση, διάβρωση εδαφών κ.α.).

γ) Θανάτωση πουλιών από προσκρούσεις.
Σε ορισμένα σημεία όπου υπάρχει σημαντική διάβαση από μεταναστευτικά πουλιά ή όπου κυνηγούν αρπακτικά πουλιά έχουν σημειωθεί συγκρούσεις με τις ανεμογεννήτριες, τα καλώδια, τους πυλώνες και τις άλλες δομές της μονάδας. Συνεπώς, οι εγκαταστάσεις και η υποδομή ενός αιολικού σταθμού είναι δυνατό να εκτοπίσουν ορισμένα είδη πουλιών από την περιοχή. Το ζήτημα των προσκρούσεων με προστατευόμενα είδη πουλιών δεν έχει ερευνηθεί στην Ελλάδα. Στην Αμερική στην Ισπανία όμως θανατώνονται εκατοντάδες μεγάλα αρπακτικά πουλιά (γερακίνες, αετοί, γύπες) από προσκρούσεις με ανεμογεννήτριες.

δ) Όχληση ορνιθοπανίδας και απώλεια οικοτόπων.
Σημαντικό ζήτημα για την ορνιθοπανίδα φωλιαζόντων πουλιών είναι ή όχληση που μπορεί να προκαλεί ένα μεγάλο έργο αιολικού σταθμού στα πουλιά. Επιπλέον, η περιοχή αλλάζει ριζικά αφού τοποθετηθούν οι ανεμογεννήτριες. Ο κατακερματισμός και η απώλεια οικοτόπων από το έργο και την συνοδευόμενη υποδομή, είναι δυνατό να οδηγήσει στην υποβάθμιση σημαντικών περιοχών του φυσικού περιβάλλοντος.

Συνοψίζοντας, πρέπει να αναφέρουμε ότι συχνά το πρόβλημα με τις ανεμογεννήτριες είναι ζήτημα κατάλληλης χωροθέτησης, σωστής παρακολούθησης και γνώσης της οικολογικής αξίας της περιοχής όπου υλοποιείται το έργο. Πρέπει πρώτα να γίνει μια ολοκληρωμένη και επιστημονικά άρτια Μελέτη Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων (ΜΠΕ) και ειδική μελέτη που θα εξετάσει τις επιπτώσεις του έργου πάνω στην ορνιθοπανίδα, τους οικοτόπους και το τοπίο. Υπάρχει διένεξη γύρω από το θέμα για το αν θα πρέπει ή όχι να τοποθετούνται αιολικοί σταθμοί εντός προστατευόμενων φυσικών περιοχών και ειδικά σε περιοχές που έχουν χαρακτηριστεί Σημαντικές Περιοχές για τα Πουλιά. Για λόγους προληπτικούς, στο εξωτερικό γίνεται προσπάθεια αποφυγής τοποθέτηση αιολικών σταθμών σε προστατευόμενες περιοχές όπου υπάρχει γνωστή διάβαση προστατευόμενων πουλιών. Το συγκεκριμένο ζήτημα στην περιοχή της Καρυστίας απαιτεί ειδική μελέτη.

Ειδικές Απειλές για τα Αρπακτικά Πουλιά.
Δηλητηριασμένα Δολώματα για την καταπολέμηση της αλεπούς
Πρόκειται για τη μεγαλύτερη απειλή για το όρνιο και τον χρυσαετό και άλλα απειλούμενα αρπακτικά πουλιά που μέχρι πρόσφατα φώλιαζαν στην περιοχή.

Υψηλά καλώδια της ΔΕΗ στις νότιες πρόποδες της Οχης.
Αισθητική υποβάθμιση προκαλούν τα καλώδια στο διάσελο Πετροκάναλο στην έναρξη του μονοπατιού του Φαραγγιού του Δημοσάρη.

Αλλες ανθρώπινες δραστηριότητες που ασκούνται στην περιοχή μελέτης είναι: το κυνήγι, η ρύπανση από στερεά απόβλητα, η εντατική χρήση παρασιτοκτόνων και η ανάπτυξη τουριστικών δραστηριοτήτων.

Επόμενο άρθροΠροηγούμενο άρθρο