Hλεκτρονικό περιοδικό με θέματα και ειδήσεις από την Εύβοια   ...στο διαδίκτυο από το 1999
Σερβιτόρος της Εύβοιας

Γιώργος Β. Μονεμβασίτης: Ένας πασί-γνωστος άγνωστος πίσω από τα μεγάλα μουσικά δρώμενα

Παρρησία - Μαθητικό περιοδικό περιβαλλοντικού και πολιτιστικού περιεχομένου, που εκδίδεται στο Γυμνάσιο Ψαχνών Ευβοίας υπό το συντονισμό του φιλόλογου Δημήτρη Μπαρσάκη, ως περιβαλλοντικό/πολιτιστικό Πρόγραμμα Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης. Τεύχος 14. Μάιος 2007

Συνέντευξη: Βασίλης Γκουζίνης, Αγγελική Μαλάγα, Ιωάννα Κουλιάκη

Κριτικός και ιστορικής της μουσικής, αλλά και διακεκριμένος πολιτικός μηχανικός με ειδίκευση στις στατικές μελέτες κτιριακών και συγκοινωνιακών έργων, ο Γιώργος Β. Μονεμβασίτης γεννήθηκε στο Γύθειο Λακωνίας το 1947 και ζει στην Αθήνα.

Από το 1978 και μετά, συνεργάζεται ως μουσικοκριτικός και αρθρογράφος με τον περιοδικό και καθημερινό τύπο, ενώ παράλληλα είναι παραγωγός ή σχεδιαστής σημαντικών μουσικών προγραμμάτων και αφιερωμάτων στην κρατική και ιδιωτική ραδιοφωνία. Επιπλέον, συμμετέχει ως εισηγητής ή και οργανωτής σε μεγάλα μουσικά και εν γένει πολιτιστικά γεγονότα, συνεδριάσεις και παρουσιάσεις του έργου κορυφαίων δημιουργών. Κατά περιόδους έχει διδάξει σε πολλά σεμινάρια για το ραδιόφωνο ανά την Ελλάδα και από το 1988 διδάσκει το μάθημα «Μουσική επικοινωνία» στο Εργαστήρι Επαγγελματικής Δημοσιογραφίας.


Εγκαινιάζοντας, ως εκπρόσωπος της Ελληνικής Ραδιοφωνίας, τη Διεθνή Έκθεση για την Εκπαίδευση, στο Στάδιο Ειρήνης και Φιλίας.

Ως κριτικός λόγιας μουσικής συνεργάσθηκε με τα περιοδικά «Δίφωνο» και «Echo and Arts» και υπήρξε εντεταλμένος μουσικοκριτικός της εφημερίδας «Ελευθεροτυπία» από το 1984 ως το 1996. Υπήρξε, επίσης, συνεργάτης του «ΒΗΜΑgazino» και «ΒΗΜΑ-βιβλίο» και της έκδοσης «ΙΣΤΟΡΙΚΑ» της Ελευθεροτυπίας, ενώ κείμενά του έχουν δημοσιευτεί και σε πολλά ακόμη έντυπα, όπως οι εφημερίδες «Η Καθημερινή» και «Τα Νέα» και τα περιοδικά «Τέταρτο», «Ποπ και Ροκ», «Ο Πολίτης», «Το Δέντρο», «Αντί» κ.ά. Πέραν τούτων, έχει επιμεληθεί, σχεδιάσει και παρουσιάσει πλήθος εκπομπών γύρω από τη μουσική και αφιερώματα σε μεγάλους Έλληνες και ξένους δημιουργούς στο ραδιόφωνο, κυρίως στην Ελληνική Ραδιοφωνία (Δεύτερο και Τρίτο Πρόγραμμα), τον «Flash 9,61», την «Αθήνα 9,84» κ.ά. Μάλιστα, κατά τα έτη 1996 ως 1999 διετέλεσε Διευθυντής του Δεύτερου Προγράμματος (ΕΡΑ 2) της Ελληνικής Ραδιοφωνίας - εκείνη την περίοδο είχε συμμετάσχει στην Κριτική Επιτροπή των «δικών» μας Πανευβοϊκών Μαθητικών Αγώνων Ποίησης (1997).


Ομιλητής στο Διεθνές Συμπόσιο για τα 80χρονα του Μίκη Θεοδωράκη.

Αξιοσημείωτο, συν τοις άλλοις, είναι και το γεγονός ότι η Εγκυκλοπαίδεια - Εκδόσεις «ΔΟΜΗ» του έχει αναθέσει την αναθεώρηση όλων των παλαιότερων λημμάτων της σχετικά με τη μουσική, καθώς και τη σύνταξη νέων, μεταξύ των οποίων και εκείνα που αφορούν σε εκτεταμένα βιογραφικά των Δημήτρη Μητρόπουλου, Μάνου Χατζιδάκι και Μίκη Θεοδωράκη, προκειμένου να ενταχθούν στη διεθνή έκδοση «Παγκόσμιο Λεξικό Προσωπικοτήτων». Πολλά κείμενά του έχουν ήδη εκδοθεί για τις ανάγκες σημαντικών μουσικών εκδηλώσεων, έξι δε συγγράμματά του, για μουσικά θέματα όλα, βρίσκονται σε εξέλιξη και πρόκειται να εκδοθούν.


Με τον Παντελή Θαλασσινό και τον Γεράσιμο Ανδρεάτο.

Ο Γιώργος Β. Μονεμβασίτης, εκτός από Διευθυντής της ΕΡΑ2, έχει επίσης διατελέσει Μέλος του Γνωμοδοτικού Συμβουλίου του Υπουργείου Πολιτισμού για τις μουσικές εκδηλώσεις «Αθήνα Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης» (1984-1985), Μέλος του Γνωμοδοτικού Συμβουλίου του Φεστιβάλ Αθηνών (1987-1992), Αναπληρωτής Πρόεδρος της Στέγης Γραμμάτων και Τεχνών του Υπουργείου Πολιτισμού (1993-1998), Σύμβουλος σε θέματα μουσικής της Πολιτιστικής Ολυμπιάδας (2001-2003).


Οικοδεσπότης στο Ραδιομαραθώνιο της UNICEF το 1998, με τους δημοσιογράφους Νίκο Ευαγγελάτο και Χρήστο Μαχαίρα.

Από το 1991 είναι Τακτικός Συνεργάτης του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών, για τη συγγραφή αισθητικών και ιστορικών κειμένων και την οργανωτική και καλλιτεχνική επιμέλεια διαφόρων μουσικών κύκλων. Από το 1993 είναι Μέλος του Ειδικού Ταμείου Οργάνωσης Συναυλιών της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών. Από το 2001 είναι Σύμβουλος Προγράμματος στο «Συμπόσιο Μεσογειακής Ποίησης» και το 2003 αναγορεύτηκε σε τακτικό Μέλος του «Κέντρου Μελέτης και Έρευνας του Ελληνικού Θεάτρου - Θεατρικού Μουσείου». Επίσης, είναι τακτικό μέλος της Κριτικής Επιτροπής απονομής των ετήσιων βραβείων της «Ένωσης Ελλήνων Θεατρικών και Μουσικών Κριτικών», όπως και μόνιμο Μέλος της Κριτικής Επιτροπής απονομής των Θεατρικών Επάθλων του Θεατρικού Μουσείου...


Με τη Μαρία Φαραντούρη στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών.

Δυστυχώς η στενότητα του χώρου του περιοδικού μας υποχρεώνει να συμπτύξουμε ή να περικόψουμε πολλά ενδιαφέροντα στοιχεία από την ως τώρα πορεία και δράση του Γιώργου Μονεμβασίτη. Όμως, δεν μπορούμε να μην αναφερθούμε στο καθοριστικό γεγονός της ζωής του, όπως ο ίδιος το εκτιμά, που ήταν η γνωριμία του με τον Παύλο Ζάννα (1973), μια λαμπρή προσωπικότητα στο χώρο των Γραμμάτων και Τεχνών. Η γνωριμία εξελίχθηκε σε φιλία και ο Γιώργος Μονεμβασίτης τον αναγνωρίζει ως «πνευματικό του πατέρα», στον οποίο, πρώτα και κύρια, οφείλει την οργάνωση της σκέψης του.
Για τα υπόλοιπα, ας ακούσουμε τον ίδιο τον Γιώργο Μονεμβασίτη...

* * * *

- Θα μας πείτε, κύριε Μονεμβασίτη, λίγα πράγματα για το ξεκίνημά σας;

Ένα επαρχιωτόπουλο είμαι. Γεννήθηκα στο Γύθειο το 1947 κι η οικογένειά μου ήταν πολυπληθής, είχα πέντε θείους, αδέρφια του πατέρα μου κι έχω δύο αδερφές, μεγαλύτερες. Επειδή ήμουν καλός στα μαθηματικά, σκέφτηκα ότι έπρεπε να ανέβω στην Αθήνα, για να σπουδάσω. Σπούδασα, λοιπόν, στο Μετσόβιο Πολυτεχνείο και παράλληλα ήμουν βασικό στέλεχος της Μικτής Χορωδίας του Πολυτεχνείου, συμμετέχοντας στις εκδηλώσεις της και ως σολίστ κλασικής κιθάρας.

- Πιστεύατε από μικρός ότι θα φτάνατε όπου έχετε φτάσει;

Όχι, ποτέ μου. Δεν μπορούσα να φανταστώ κάτι τέτοιο, γιατί δεν είχα γνωστούς να με υποστηρίξουν στην Αθήνα. Ήρθα μόνος μου, ανάμεσα σε τόσους χιλιάδες Αθηναίους κι άλλους τόσους και περισσότερους επαρχιώτες.


Με τις πιανίστριες αδελφές Κάτια & Μαριέλ Λαμπέκ.

- Καταφέρατε όμως να γνωριστείτε και να συνεργαστείτε με πολύ μεγάλα ονόματα. Συναντήσατε εμπόδια στο δρόμο σας;

Πάντα συναντάει κανένας εμπόδια στη ζωή του. Θα πρέπει, ωστόσο, να έχει τη δύναμη να τα ξεπερνάει. Και, ξέρετε, εγώ είμαι Μανιάτης, είμαι πολύ πεισματάρης και δεν το βάζω ποτέ κάτω. Δεν το κρατάω όμως «μανιάτικο».

- Τι κυρίως σας ενέπνεε;

Εμπνεόμουν και εμπνέομαι από τα πάντα, από τη φύση, από τις συναναστροφές μου, από το λόγο. Ας μην ξεχνάμε ότι η αρχή είναι ο λόγος. Λάτρευα τη μουσική και, πάνω απ' όλα, μέσα στη μουσική λατρεύω το τραγούδι, δηλαδή το συνδυασμό του λόγου με το μέλος. Αγαπώ πάρα πολύ βέβαια και την ποίηση. Το ξέρετε αυτό εξάλλου, γιατί ο καθηγητής σας πριν 10 χρόνια με είχε καλέσει στην Κριτική Επιτροπή των Πανευβοϊκών Αγώνων Ποίησης.


Με τον Γιώργο Νταλάρα στην παρουσίαση του δίσκου του με τη Φιλαρμονική Ορχήστρα του Ισραήλ.

- Πάντως, είστε αφοσιωμένος στη μουσική...

Ναι, αλλά με ενδιαφέρουν ιδιαιτέρως και το θέατρο, ο κινηματογράφος, η λογοτεχνία και η φωτογραφία. Να σας πω, όμως, ότι δεν παραλείπω να ασχολούμαι και με τα αθλήματα της ιστιοσανίδας και της χιονοδρομίας. Ως έφηβος υπήρξα και ποδοσφαιριστής, αθλητής στίβου και κολυμβητής, με μετάλλιο, μάλιστα, σε επίσημους αγώνες. Βέβαια, πάνω απ' όλα η μουσική.

- Ποιες είναι οι μουσικές σας προτιμήσεις;

Οι προτιμήσεις πολλές, μα μπορώ να σας πω ποιους μουσικούς αγαπώ περισσότερο. Οι αγαπημένοι μου μουσικοί είναι οι εξής δεκατρείς: Τζοακίνο Ροσίνι, Νίκος Σκαλκώτας, Γιάννης Χρήστου, Ατασκάλπα Γιουπάνκι, Πιτ Σίγκερ, Αντρέ Σεγκόβια, Μαρία Κάλλας, Γκρέις Σλικ, Δημήτρης Μητρόπουλος, Μάνος Χατζιδάκις, Μίκης Θεοδωράκης και Μάρκος Βαμβακάρης.


Συζητώντας με τον Μίκη Θεοδωράκη.

- Από τους Έλληνες μουσικούς ποιους θεωρείτε σημαντικότερους;

Ανάμεσα στους πολλούς μουσικούς μας, ξεχωρίζω τον Μάνο Χατζιδάκι και τον Μίκη Θεοδωράκη, αλλά μεταξύ τους δεν μπορώ να κάνω διάκριση. Αν κάποια φορά προτιμώ τον πρώτο κι άλλη φορά τον δεύτερο, αυτό έχει να κάνει μόνο με τη διάθεση που έχω κάθε φορά. Έχουμε, βέβαια, κι άλλους μεγάλους μουσικούς, όπως ο Μάρκος Βαμβακάρης, που τον θεωρώ πατέρα της σύγχρονης ελληνικής μουσικής. Από τους νεότερους θαυμάζω πάρα πολύ τρεις καλλιτέχνες και ως μουσικούς αλλά και ως ανθρώπους και αυτοί είναι η Ελένη Καραϊνδρου, η Αρλέτα και ο Νότης Μαυρουδής. Πιστεύω ότι και η διάρκεια στην προσφορά τους, αλλά και η ίδια η ποιότητα της προσφοράς τους, τους δίνει το δικαίωμα να τους ονομάζουμε, όχι απλώς ποιοτικούς, αλλά ανθρώπους με πολύτιμη προσφορά στην ελληνική μουσική και το ελληνικό τραγούδι.

- Από τους καινούργιους ερμηνευτές ξεχωρίζετε κάποιους;

Υπάρχουν πολλοί αξιόλογοι. Εξαιρετικό θεωρώ τον Χρήστο Θηβαίο, που η ερμηνεία του έχει προσωπικότητα. Πολύ αξιόλογη είναι και η Ραλία Χρηστίδου. Είναι αρκετοί που μου διαφεύγουν αυτή τη στιγμή. Κάποιοι, πάντως, μπορεί να είναι υπερτιμημένοι, ενώ άλλοι υποτιμημένοι ή και άλλοι απομονωμένοι, μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας και δεν τους ξέρει ο κόσμος.


Με τον Νορβηγό συγγραφέα Γιονστάιν Γκάαρντνερ και τον ποιητή Κώστα Παπαγεωργίου.

- Δεν είναι, κατά τη γνώμη σας, κάπως -ή αρκετά- χαμηλή η ποιότητα της ελληνικής μουσικής;

Δεν είμαι απαισιόδοξος σ' αυτό το θέμα. Νομίζω ότι υπάρχει καλή μουσική και θα υπάρχει πάντα καλή μουσική, γιατί υπάρχουν ευαίσθητοι άνθρωποι και καλλιτέχνες. Είναι απλώς θέμα συγκυριών, όπως για παράδειγμα, χάρη στις συγκυρίες της δεκαετίας του '60, μπόρεσαν να αναδειχθούν προσωπικότητες μοναδικές και αξεπέραστες, ο Χατζηδάκης και ο Θεοδωράκης.

- Δεν συμφωνείτε δηλαδή ότι η σημερινή μουσική είναι λιγότερο ποιοτική απότι στο παρελθόν;

Και σήμερα παράγεται ποιοτική μουσική όπως παλιότερα. Η διαφορά, όμως, βρίσκεται στα ποσοστά. Αν δηλαδή πούμε ότι στη δεκαετία του '60 κυκλοφορούσαν 100 τραγούδια το μήνα και τα 50 απ' αυτά ήταν τραγούδια ποιότητας, τότε μιλάμε για ένα ποσοστό πενήντα τοις εκατό, για τα μισά. Και σήμερα, όμως, κυκλοφορούν 50 ποιοτικά τραγούδια το μήνα, με τη διαφορά ότι η συνολική μηνιαία παραγωγή είναι 1000 τραγούδια, άρα σήμερα το ποσοστό είναι πολύ μικρότερο, μόνο πέντε τοις εκατό.


Στο βασίλειο της πολύτιμης ταινιοθήκης της ΕΡΤ-1.

- Δηλαδή σήμερα υπάρχουν πολλοί μουσικοί και ερμηνευτές χωρίς να έχουν τα προσόντα κι έτσι κυκλοφορούν πολλά σκουπίδια;

Θα έλεγα ότι παρατηρείται μια απαξίωση του ποιοτικού τραγουδιού, μα όταν μιλάμε για απαξίωση ενός πράγματος, σημαίνει ότι αυτό το πράγμα υπάρχει. Το γεγονός είναι ότι υπάρχει το ποιοτικό τραγούδι και αντιστέκεται. Κι όσοι αγαπούν πραγματικά τη μουσική, αγνοούν τα ευτελή και εφήμερα και στρέφονται στο καλό τραγούδι. Λίγοι είναι αυτοί, ωστόσο υπάρχουν, όπως υπάρχει και η καλή μουσική.

- Πώς θα μπορούσαν οι αξιόλογοι δημιουργοί να αντιδράσουν στο ρεύμα που επικρατεί και να υπερασπιστούν το έργο τους;

Χρειάζεται πρώτα απ' όλα να έχουν δυναμικότερη παρουσία στο χώρο και να μην πτοούνται από τον περίγυρο και την περιρρέουσα ατμόσφαιρα, αλλά να αγωνίζονται για το ποιοτικό, βρίσκοντας και νέους τρόπους. Τα Μέσα έχουν διαμορφωθεί διαφορετικά κατά τα τελευταία χρόνια και με την εφαρμογή και του ηλεκτρονικού υπολογιστή πρέπει να ψάξουν τους τρόπους, ώστε να αναδείξουν την ποιότητα του έργου τους.

- Για τη σταδιοδρομία στο μουσικό χώρο, υπάρχουν κάποια «μυστικά»;

Το μεγαλύτερο «μυστικό» για κάθε επάγγελμα είναι η αγάπη. Πρέπει να το εξασκείς με αγάπη, με αφοσίωση και αυταπάρνηση, να μην σε πτοούν τα εμπόδια και τα προβλήματα που θα αντιμετωπίσεις, γιατί κάθε επάγγελμα τα έχει αυτά, έχει τις στενοχώριες του. Σκεφτείτε ότι εγώ πρέπει να κάνω κριτική σε κάποιους ανθρώπους, οι οποίοι δεν μπορεί να είναι πάντοτε σπουδαίοι, οπότε η κριτική θα είναι αρνητική και, όπως είναι φυσικό, θα τους δυσαρεστήσω. Έτσι, δέχομαι αντιδράσεις που δεν θα περίμενα, από ανθρώπους που θεωρούσα ότι θα εκτιμούσαν το πνεύμα και τον τρόπο με τον οποίο ασκώ την κριτική μου. Γιατί όλοι έχουμε κάποια ελαττώματα και αν δεν μας τα επισημάνει κάποιος, δεν θα μπορέσουμε ποτέ να βελτιωθούμε. Αυτός είναι για μένα ο ρόλος της κριτικής, να υποδεικνύει σε έναν καλλιτέχνη τις αδυναμίες του και με αυτόν τον τρόπο να τον βοηθάει να βελτιωθεί.


Με τον Πρόεδρο Δημοκρατίας Κωνσταντίνο Στεφανόπουλο (2000).

- Θα μπορούσατε να μας αναφέρετε μερικούς που έχουν δυσαρεστηθεί από την κριτική σας;

Είναι λιγάκι δύσκολο αυτό. Ωστόσο, μπορώ να σας πω ότι οι καλοί φίλοι μου, όταν εκδίδουν ένα δίσκο, μου τον στέλνουν και μου λένε: Γιώργο άκουσέ τον και κάνε αυστηρή κριτική, γιατί από τους άλλους ξέρουμε ότι θα ακούσουμε τα καλά λόγια και τις κολακείες. Θα σας πω ένα παράδειγμα πάνω σ' αυτό. Πριν αρκετά χρόνια στο Τρίτο Πρόγραμμα της Ελληνικής Ραδιοφωνίας, όπου έκανα εκπομπές και ήταν Διευθυντής ο Κυριάκος Σφέτσας, είχα γράψει κριτική σε ένα σημαντικό έργο του, που είχε, πιστεύω, αρκετές αδυναμίες. Του είχα γράψει αυστηρότατη κριτική και του υποδείκνυα τις αδυναμίες. Στην αρχή, όταν διάβασε την κριτική - ήταν και αφεντικό μου κατά κάποιο τρόπο - του κακοφάνηκε λιγάκι και μου το είπε ως παράπονο. Μετά όμως, όταν την ξαναδιάβασε και άκουσε και το έργο του και πάλι και πάλι και πάλι, συσχέτισε τις παρατηρήσεις μου με το έργο του και μου έστειλε επιστολή, όπου έγραφε: Γιώργο, σ' ευχαριστώ που μου υπέδειξες πώς αυτό το έργο να το κάνω καλύτερο.

Με αρκετούς, όμως, σε αρνητική μου κριτική, έχουν δημιουργηθεί προβλήματα. Δεν δεχόμαστε ως άνθρωποι εύκολα την κριτική, όταν είναι μάλιστα και αυστηρή κριτική, γιατί όλοι πιστεύουμε ότι το δημιούργημά μας, το «παιδί» μας, είναι το ομορφότερο του κόσμου, όπως η κουκουβάγια στο γνωστό μύθο. Και έτσι, όταν κάποιος φανερώσει ότι δεν είναι το ομορφότερο του κόσμου, δεν μας αρέσει αυτό, στον καθένα μας δηλαδή, πόσο μάλλον σ' έναν καλλιτέχνη και όταν μάλιστα αυτό γίνεται και δημόσια, όπως η κριτική τέχνης, που δημοσιεύεται στις εφημερίδες και μεταδίδεται από τα ραδιόφωνα.

- Πολύ δύσκολο φαίνεται το έργο του κριτικού τέχνης...

Είναι δύσκολο, είναι παρακινδυνευμένο και έχει πολύ μεγάλες ευθύνες. Σκεφτείτε μόνο ότι η κριτική είναι ένα μέσο που μπορεί και να αναδείξει έναν καλλιτέχνη αλλά και να τον «εξαφανίσει».

- Πιστεύετε ότι ανάλογες ευθύνες έχουν και οι δισκογραφικές εταιρείες; Μήπως, όμως, οι εταιρείες δεν είναι και τόσο υπεύθυνες στο ζήτημα της ποιότητας;

Οι δισκογραφικές εταιρείες είναι εμπορικές επιχειρήσεις. Αυτό πρέπει να το έχουμε πάντα κατά νου. Επομένως, ο στόχος τους είναι το κέρδος, το εύκολο κέρδος και αυτό είναι που δημιουργεί, βεβαίως, τα προβλήματα. Γι' αυτό επιλέγουν και δίνουν προτεραιότητα σε μία εμπορική δουλειά, παρά σε μία ποιοτική, γιατί ξέρουν ότι το εμπορικό πουλάει. Αυτό είναι δεδομένο, δυστυχώς, αλλά ας μην ξεχνάμε ότι χωρίς τις εταιρείες δεν θα υπήρχαν και οι δίσκοι. Δεν τους δίνουμε, βεβαίως, άφεση αμαρτιών, αλλά θα περιμέναμε απ' τις εταιρείες να υπάρχει μια αξιολόγηση των προτάσεων που γίνονται και απ' τις οποίες, βεβαίως, επακόλουθο είναι η έκδοση κάποιων δισκογραφικών δουλειών. Αυτό είναι η ευχή μας, μολονότι τώρα πια με το διαδίκτυο ο ρόλος των εταιρειών αρχίζει να κλονίζεται. Αυτές ήταν πάντα οι παντοδύναμες και καθόριζαν όλη την πορεία της μουσικής. Τώρα πια, όμως, με το διαδίκτυο ο κάθε καλλιτέχνης μπορεί να διαθέσει μόνος του, χωρίς τη βοήθεια κάποιας εταιρείας το προϊόν του και να το προβάλλει. Όλη αυτή η διαδικασία εξελίσσεται μέρα με τη μέρα περισσότερο και η δύναμη των εταιρειών μειώνεται. Πάντως, πιστεύω και ελπίζω ότι μπορεί να υπάρξει κάποια ισορροπία που θα μας οδηγήσει προς το καλύτερο.

- Ποιος είναι ο ρόλος του ραδιοφώνου σε όλα αυτά;

Θεωρώ το ραδιόφωνο έναν πολύ σημαντικό φορέα μουσικής επικοινωνίας. Αλλά, δυστυχώς, η κατάσταση του ραδιοφώνου στην Ελλάδα σήμερα βρίσκεται σε πολύ χαμηλή στάθμη.

- Συμβαίνει το ίδιο και με την τηλεόραση;

Η τηλεόραση δεν συζητιέται καν, φαίνεται ανίατη η κατάστασή της. Όλα, όμως, είναι θέμα παιδείας. Αν δεν μορφωθεί ο λαός, ώστε να αλλάξουν τα κριτήριά του και οι απαιτήσεις του, τότε θα συνεχίσουν τα ΜΜΕ να προσφέρουν τα ίδια κακά πράγματα.

- Αυτά ισχύουν και για τα κρατικά ΜΜΕ;

Δυστυχώς! Και το κρατικό ραδιόφωνο και η κρατική τηλεόραση αυτή τη στιγμή βρίσκονται στη χειρότερη φάση τους. Τα εργαλεία, τα εφόδια που χρησιμοποιεί κανείς στο ραδιόφωνο, δηλαδή η γλώσσα και η μουσική, κακοποιούνται και τα δύο.

- Όταν ήσαστε Διευθυντής στην ΕΡΑ2, πώς αντιμετωπίζατε την κατάσταση;

Είχα πολλά προβλήματα τότε. Είχα να αντιμετωπίσω στην ΕΡΑ μια νοοτροπία μονίμων υπαλλήλων του ελληνικού δημοσίου, που πολλοί από αυτούς ήταν καλά βολεμένοι και δεν ήθελαν να διαταράξει κανείς την... ησυχία τους. Μα το ραδιόφωνο είναι δημιουργία, είναι τέχνη και πρέπει κανείς, αν ασχολείται με αυτό, να ενεργοποιήσει όλη του την αγάπη, να αφοσιωθεί σ' αυτό.

- Θα μας κάνετε ένα σχόλιο και για το μουσικό σταθμό «Κόσμος» της ΕΡΑ;

Θα είμαι πολύ αρνητικός στην κριτική μου και δεν χρειάζονται πολλά λόγια. Είναι στελεχωμένος, ως επί το πλείστον, με ανθρώπους άσχετους προς το είδος, που χειρίζονται με απαράδεκτο τρόπο τη γλώσσα και τη μουσική.

- Θα σας παρακαλούσαμε να «κλείσουμε» με μια γενική σας εκτίμηση για τη μουσική και τους μουσικούς.

Πιστεύω ότι η μουσική είναι για τον άνθρωπο η σημαντικότερη και αμεσότερη τέχνη. Δεν πρέπει να λησμονούμε ότι ο άνθρωπος με τη μουσική αρχίζει τη ζωή του, με το νανούρισμα, και με τη μουσική πάλι τελειώνει, με ένα μοιρολόγι ή ένα κατευόδιο. Η μουσική συνοδεύει σε κάθε βήμα τη ζωή μας.

Παντού οι άνθρωποι, ακόμα και οι αγράμματοι, ακούνε μουσική και συγκινούνται. Ένας αγράμματος δεν μπορεί να διαβάσει ένα λογοτεχνικό έργο και έτσι να συγκινηθεί από αυτό ή να δει ένα έργο ζωγραφικής ή ένα γλυπτό και να νιώσει το ίδιο. Ενώ ο καθένας, μπορούσε ανέκαθεν και μπορεί πάντα να απολαύσει τη μουσική, την πιο παλιά τέχνη, η οποία θα αγγίξει την ψυχή του και θα τον συγκινήσει...

Είναι πολύ μεγάλη η αγάπη μου για τη μουσική, σε όλο της το φάσμα και με κάθε τρόπο, και, πέραν των άλλων, την αντιλαμβάνομαι ως φορέα επικοινωνίας. Μέσα δε από τις όντως πολλές εμπειρίες μου, έχω γνωρίσει και εκτιμήσει πολλούς μουσικούς και ως ανθρώπους. Πολλοί ίσως νομίζουν ότι οι μουσικοί είναι μάλλον απρόσωποι ή και «καβαλημένα καλάμια», μα υπάρχουν και μουσικοί, σε όλα τα είδη, που είναι και υπέροχοι καλλιτέχνες και υπέροχοι άνθρωποι. Αυτό με συγκινεί ιδιαίτερα και αισθάνομαι βαθιά ευγνωμοσύνη που ομορφαίνουν τον κόσμο μας με τις δημιουργίες τους.

© 1999-2010 Σερβιτόρος της Εύβοιας.
Απαγορεύεται η χρήση του περιεχομένου ή επανεκπομπή του, σε οποιοδήποτε μέσο,
μετά ή άνευ επεξεργασίας, χωρίς γραπτή άδεια του εκδότη.