Τη συνέντευξη πήραν στις 9 Απριλίου 1994 οι: Βαγγέλης Αλεξίου, Γιάννης Ανδριόλας και ο συντονιστής καθηγητής Δημήτρης Μπαρσάκης.
Η γιαγιά της, Αννα Παπαδοπούλου, ήταν αδελφή του Παύλου Μελά και στην εποχή της έγινε γνωστή ως "Μάννα του Στρατιώτη", λόγω του μεγάλου ανθρωπιστικού έργου που προσέφερε, τόσο στο μέτωπο των Βαλκανικών πολέμων όσο και στην αντιμετώπιση του δράματος του προσφυγικού πληθυσμού, μετά τα Μικρασιατικά. Η άλλη της γιαγιά, μητέρα της μητέρας της, ήταν η Πηνελόπη Δέλτα, μια σπουδαία μορφή των γραμμάτων μας, γυναίκα αξιοθαύμαστη για το ρεαλισμό και την αποφασιστικότητά της, μα θλιμμένη στη ζωή της. Επίσης μεγάλες προσωπικότητες του πνεύματος βρέθηκαν -ως οικογενειακοί φίλοι- κοντά της, όπως ο Ευάγγελος Παπανούτσος, ο Αλέξανδρος Δελμούζος κ.ά. Ο πατέρας της, ο Αντώνης Παπαδόπουλος, ήταν μεγαλοτσιφλικάς, συχνά όμως έλεγε ότι θα ήταν ο μεγαλύτερος κομμουνιστής, αν δεν είχε το τσιφλίκι. Το τεράστιο εκείνο τσιφλίκι, στις Ροβιές της Εύβοιας, το κληρονόμησε η Αννα Παπαδοπούλου μετά το θάνατο του πατέρα της. Αμέσως τότε αποφάσισε να κάνει πράξη το κοινωνικό της "πιστεύω" και μοίρασε όλη εκείνη την έκταση των 3.000 στρεμμάτων στους κατοίκους των Ροβιών, που μέχρι τότε ήταν εργάτες και καλλιεργητές του κτήματος. Η διανομή έγινε σταδιακά, άρχισε το 1974 και ολοκληρώθηκε το 1981. Σήμερα, εξηνταενός ετών η Αννα Παπαδοπούλου, ζει με υποδειγματική λιτότητα στο μικρό σπιτάκι της (λίγο έξω από τις Ροβιές), έχοντας αφιερώσει τον εαυτό της σε έναν αθόρυβο μα πολύ ουσιαστικό προσωπικό αγώνα για την υπεράσπιση των κοινωνικών και οικολογικών αξιών.
Η μάννα του στρατιώτη
«Ήταν δωρητής της ζωής της»
Γ. Ανδριόλας: Από τη γιαγιά σας, την Αννα Παπαδοπούλου, τι είναι αυτό που θυμάστε εντονότερα;
Α. Παπαδοπούλου: Η τελευταία ανάμνηση. Τότε που πέθανε, από φυματίωση. Είχε φιάξει ένα σανατόριο για φυματικούς έξω από την Τρίπολη, στη Βυτίνα. Το είχε κάνει με χρήματα που μάζεψε η ίδια στην Αμερική. Ήταν ένα ολόκληρο χρόνο εκεί και έκανε ομιλίες και εράνους. Στο σανατόριο κόλλησε φυματίωση από τους ασθενείς. Παλιότερα, στο βαλκανικό πόλεμο, κόλλησε τύφο και κόντεψε να πεθάνει, εκεί στο μέτωπο. Πέθανε το 1938, όταν εγώ ήμουν 5 χρονών. Είχαμε πάει με τη μητέρα μου να τη δούμε τότε. Ήταν σ ένα μικρό δωματιάκι, και κάτι σκαλάκια θυμάμαι. Από πολλά χρόνια δεν έμενε στο σπίτι του πατέρα μου. Ήταν πολύ ανεξάρτητος άνθρωπος. Οι τοίχοι στο δωμάτιο ήταν άσπροι και ένα στενό κρεβατάκι. Όπως ανοίξαμε την πόρτα, η γιαγιά μου από το κρεβάτι της μας φώναξε να μη μπούμε, γιατί θα κολλήσουμε. Κι ενώ μας φώναζε, μας έβριζε, θα έλεγα, για να σταθούμε μακριά, εγώ αισθανόμουνα ότι μας καλούσε, ότι μας αγκάλιαζε και μας φίλαγε. Αυτό είναι το τελευταίο πράγμα που θυμάμαι. Μετά άκουσα ότι πέθανε κι έκλαψα, έκλαψα πάρα πολύ.
Β. Αλεξίου: Μιλήστε μας για τη δράση της στο μέτωπο.
Α. Παπαδόπουλου: Ήταν δωρητής της ζωής της. Ό,τι είχε και δεν είχε το δώριζε στους ανθρώπους που παιδευόντουσαν στον πόλεμο. Γιατί έβλεπε τον πόνο του άλλου, έβλεπε την συμφορά του άλλου και τη θεωρούσε πολύ πιο σημαντική από τα δικά της προβλήματα. Έβλεπε τους νέους που έχαναν τη ζωή τους, έχαναν τα νιάτα τους. Είχαν 5 και 6 χρόνια στρατιώτες και οι οικογένειες τους πίσω, χωρίς βοήθεια. Υπήρχε φοβερή δυστυχία κι αυτό το έβλεπε και το ζούσε. Τα δικά της, το αν δεν είχε να φάει, τα θεωρούσε ασήμαντα.
Δ. Μπαρσάκης: Κάνει εντύπωση ο δυναμισμός αυτής της γυναίκας, σ εκείνη μάλιστα την εποχή...
Α. Παπαδοπούλου: Έπαιρνε πάντα πρωτοβουλίες. Εκείνη την εποχή δεν υπήρχε σώμα νοσοκόμων. Υπήρχε ο Ερυθρός Σταυρός, όπου πήγαιναν κάποιες γυναίκες και μάθαιναν να νοσηλεύουν. Στο μέτωπο το 1912 ήταν τρομερή η κατάσταση. Είχε πάει ο πατέρας μου, 15 χρονών τότε, με τον πατέρα του για να την πάρουν όταν είχε πάθει τύφο, κάπου έξω από τα σύνορα. Την ώρα που βρίσκονταν εκεί, κάποιος έσυρε ένα μεγάλο καλάθι γεμάτο κομμένα πόδια, χέρια... Κι ο πατέρας μου τότε λιποθύμησε. Είχε γράψει τότε η γιαγιά μου: "ο καημένος ο Αντώνης δεν έχει συνηθίσει σε τέτοιο θέαμα". Εκείνη αυτά τα ζούσε καθημερινά. Πολλές φορές ήταν ζωντανοί ακρωτηριασμένοι άνθρωποι κι έπρεπε να τους κρατάει, να τους δίνει θάρρος.
Θ. Παπαθεοδώρου: Γνωρίζετε κάποια συγκεκριμένα περιστατικά εκείνης της εποχής;
Α. Παπαδοπούλου: Μετά το '12 και πριν το '22, όταν μπήκαν στα πράγματα οι Βασιλικοί και έδιωξαν το Βενιζέλο, οι Αξιωματικοί του στρατού ήταν βασιλικοί και απομάκρυναν τους Βενιζελικούς. Εκείνη την εποχή η γιαγιά μου έστελνε δέματα στο στρατό. Αμα μπήκε στο σπίτι της βρήκε ψαγμένα τα δέματα, τα πράγματα της. Της είπανε τελικά ότι τη διώχνουν απ' το μέτωπο, γιατί έκανε, λέει, Βενιζελική προπαγάνδα. Και στα γράμματα της τότε εξέφραζε την αγανάκτηση της, προς πολλούς σημαντικούς ανθρώπους της εποχής. Επεδίωκε να ξαναγυρίσει πάλι στη δράση, στο μέτωπο. Έλεγε: Εγώ κάνω Βενιζελική προπαγάνδα; Επειδή βάζω στα χέρια των ετοιμοθάνατων τη φωτογραφία του Βενιζέλου; Εκείνοι οι άνθρωποι πέθαιναν με το Βενιζέλο στη σκέψη τους. Εκεί ήταν πάρα πολλοί Κρητικοί. Αυτή δεν το καταλάβαινε για προπαγάνδα. Δεν το έβλεπε έτσι. Έβλεπε μόνο ότι ο ετοιμοθάνατος πίστευε και λάτρευε το Βενιζέλο και αυτή του έδινε χαρά. Το έβλεπε σα νοσοκόμα, σαν άνθρωπος. Μέσα στα πράγματα της έχω βρει ένα καδράκι, που έχει από τη μία μεριά το Χριστό και από την άλλη το Βενιζέλο. Προφανώς αυτό ήταν που έβαζε στα χέρια των ετοιμοθάνατων. Ήταν τόσο απλοϊκή!
Κι όταν αργότερα αλληλογραφούσε με την Πηνελόπη Δέλτα, πριν ακόμα συμπεθεριάσουν, τη ρωτούσε, με πολλή απλοϊκότητα, πώς είναι δυνατό να απελπίζεται, και να λες ότι θα νικηθεί ο στρατός μας! Ο στρατός μας πάντα θα νικά, έγραφε στη Δέλτα. Σύντομα όμως συνέβη η Μικρασιατική καταστροφή. Τα έχασε τότε η γιαγιά μου. Δεν μπορούσε να το πιστέψει. Ενώ η Δέλτα ήταν μέσα στα πράγματα.... Ύστερα, για ένα διάστημα, καθόταν εδώ σε τούτο το σπιτάκι μόνη. Φορούσε κάποια παλιά ρούχα για να μη χαλάσει τις στολές της, γιατί πίστευε πως θα τις ξαναχρειαζόταν. Τότε δεν είχε χρήματα ούτε για να μαγειρέψει. Όσα χρήματα της έδινε ο πατέρας μου, τα διέθετε για να φτιάχνει δέματα και να τα στέλνει στο μέτωπο. Το μυαλό της ήταν συνέχεια εκεί. Και ευτυχώς που της έφερνε καμιά γυναίκα ένα πιάτο φαΐ.
Θ. Παπαθεοδώρου: Δε σταμάτησε ποτέ να αγωνίζεται...
Α. Παπαδοπούλου: Μετά αφοσιώθηκε στη βοήθεια των Μικρασιατών προσφύγων. Οι Μικρασιάτες, οι άνθρωποι εκείνης της γενεάς τη θυμούνταν όλοι. Ένας πρόσφυγας είχε φιάξει τη "Γωνιά της Μάννας", δύο μαγαζιά με αυτό το όνομα, ένα στην Αθήνα (Σύνταγμα) και ένα στην Αιδηψό. Εκεί πούλαγαν διάφορα χειροτεχνήματα, για την ενίσχυση των προσφύγων. Και έφτιαχνε και η ίδια, πιάτα ζωγραφιστά, κάρτες κ.ά. Αλλά σήμερα η γιαγιά μου έχει ξεχαστεί, παρ όλο που προσέφερε τόσα, σε όλους τους πολέμους από το '12 ως και μετά τα Μικρασιατικά. Τώρα ονομάζουν κάποιες νοσοκόμες τιμητικά "Μάννα του Στρατιώτη". Έχει γίνει τίτλος χάρη σε εκείνη. Αλλά πως ξεκίνησε αυτός ο τίτλος!
Η Πηνελόπη Δέλτα
«Ήταν πολύ ρεαλίστρια, δεν είχε όμως καθόλου χαρά»
Β. Αλεξίου: Μιλήστε μας και για την άλλη γιαγιά σας, την Πηνελόπη Δέλτα. Τη γνωρίσατε;
Α. Παπαδοπούλου: Ναι, το '41 πέθανε. Αυτοκτόνησε όταν μπήκαν οι Γερμανοί στην Ελλάδα. Πηγαίναμε με τους γονείς μου στο σπίτι της στην Κηφισιά, κάθε Σαββατοκύριακο. Τότε που τη θυμάμαι εγώ ήταν παράλυτη, σε αναπηρική καρέκλα. Είχε πάρα πολύ όμορφο πρόσωπο, ήταν λεπτή και τα μαλλιά της σγουρά. Και θυμάμαι φορούσε κάτι μαύρα πάνινα παπουτσάκια. Καθόταν στη βεράντα. Ήταν τεράστια η βεράντα, κι εκείνη στην άκρη στον τοίχο. Είχε απλωμένα τα πόδια και μας έλεγε η μητέρα μου να προσέχουμε μην πατήσουμε τη γιαγιά. Κι εγώ αισθανόμουν λες και είχαν μαγνήτη τα ποδιά της γιαγιάς και κυριολεκτικά έκανα προσπάθεια να κρατιέμαι μακριά, να μην της τα πατήσω.
Θ. Παπαθεοδώρου: Πως ήταν σαν χαρακτήρας;
Α. Παπαδοπούλου: Ήταν πολύ αυστηρή μαζί μας. Ποτέ δεν φώναζε, αλλά σου το έδινε να το καταλάβεις αν έκανες κάτι κακό. Ήταν όμως και πολύ παιδεμένη γυναίκα. Αυτό φαίνεται και από τα γραφτά της. Τα βιβλία της τελειώνουν άσχημα. Ήταν μελαγχολικός άνθρωπος, δεν είχε καθόλου χαρά. Από παιδάκι είχε ζήσει με την έλλειψη της χαράς. Είχε γράψει ένα βιβλιαράκι, που η μητέρα μου το είχε στη βιβλιοθήκη, αλλά δεν μου επέτρεπε να το διαβάσω. Είχε τίτλο "Τα ανεύθυνα - Ψυχές παιδιών". Όταν πήγαινα στο Γυμνάσιο, μια μέρα που έλειπε η μητέρα μου το έβγαλα και το διάβασα. Όταν γύρισε το είχα βάλει πάλι στη θέση του, αλλά είδε ότι είχα κλάψει και με ρώτησε τι συνέβη. Της είπα τελικά ότι διάβασα εκείνο το βιβλίο. Δε με μάλωσε. Με ρώτησε μόνο ποιο διήγημα μου άρεσε πιο πολύ και εγώ της είπα «Το σπασμένο βιολί». Ναι, μου είπε, αυτό είναι το μόνο που είναι αυτοβιογραφικό. Ενώ μιλάει για ένα αγόρι, στην πραγματικότητα είναι δικιά της παιδική εμπειρία αυτό που περιγράφει. Της άρεσε να παίζει βιολί και τελικά η μητέρα της το έσπασε κι αυτό. Γιατί δεν έπρεπε να χαίρεται, έπρεπε να είναι σοβαρή, σεμνή, αυστηρή, ολιγομίλητη. Με το βιολί έκανε χαρά, ξεχνιόταν. Στο διήγημα αυτό, το παιδί στο τέλος αυτοκτόνησε. Δεν ξέρω πια αν υπάρχει εκείνο το βιβλίο.
Β. Αλεξίου: Υπάρχουν άλλα γραφτά της που παραμένουν άγνωστα ή ανέκδοτα;
Α. Παπαδοπούλου: Ναι, κι ελπίζω ότι θα εκδοθούν κι άλλα βιβλία της. Ήδη ο Παύλος ο Ζάνας, πρώτος μου ξάδελφος, έβγαλε ορισμένα. Πέθανε δυστυχώς, μα ο γιος του τώρα προσπαθεί να συνεχίσει τις εκδόσεις. Η Πηνελόπη Δέλτα είχε γράψει αρκετά πράγματα που είχε ζητήσει να εκδοθούν μετά το θάνατο της. Είχε παρά πολύ έργο και το άφησε στις μεγάλες της κόρες, μέσα σ' ένα βαλιτσάκι, για να δημοσιευθεί 50 -νομίζω- χρόνια μετά το θάνατο της. Σήμερα πάντως έχουν περάσει 50 χρόνια...
Θ. Παπαθεοδώρου: Θα θέλατε να μοιάζετε σε κάτι με τη γιαγιά σας την Πηνελόπη Δέλτα;
Α. Παπαδοπούλου: θα ήθελα να είχα το ρεαλισμό της. Εκείνη δεν ζούσε σε φανταστικούς κόσμους. Εγώ φορές το βρίσκω φοβερά δύσκολο να καταλάβω τι γίνεται γύρω μου. Προσπαθώ πάντα να βάλω πάνω στο περιβάλλον μου αυτό που εγώ αισθάνομαι. Εκείνη δεν ήταν έτσι. Γι' αυτό και μπόρεσε να κάνει μεγάλο έργο. Ήξερε τι γινότανε και έπαιρνε αποφάσεις. Έτσι έκανε και με τη σχέση της με τον Ίωνα Δραγούμη. Το αποφάσισε να τελειώσει και τελείωσε. Ήταν πάρα πολύ αποφασιστική...
Θ. Παπαθεοδώρου: Υπάρχει κάτι στο οποίο δεν θα θέλατε να της μοιάζατε;
Α. Παπαδοπούλου: Είναι ακριβώς αυτό που με έχει αποξενώσει από τον κύκλο εκείνο. Εκείνη παραδεχόταν ως φυσιολογική τη διαφορά την κοινωνική, και τη ζούσε. Δεν τη πείραζε αυτό, δεν το έβρισκε άδικο και ούτε προσπάθησε να το αλλάξει. Είχε αποδεχθεί την οικονομικοκοινωνική θέση της και από εκείνη τη θέση έβλεπε τους άλλους. Ποτέ δεν αισθάνθηκε ένοχη γι' αυτό που ήταν. Ενώ εγώ το βλέπω τελείως διαφορετικά, παρ όλο που υπάρχουν διαφορές ανάμεσα στους ανθρώπους και πάντα θα υπάρχουν. Αλλο διαφορές όμως και άλλο ανωτερότητα και κατωτερότητα. Αυτό που συνεπάγεται η οικονομική και κοινωνική αδικία -όπως το θεωρώ εγώ- οι άνθρωποι δυστυχώς το κάνουμε να σημαίνει ότι άλλοι είναι καλύτεροι και άλλοι χειρότεροι. Όχι απλώς ότι κάποιοι είναι πλουσιότεροι, αλλά ότι είναι και καλύτεροι. Όχι μόνο ότι είχαν την τύχη να μορφωθούν, αλλά ότι είναι και ανώτεροι επειδή μορφώθηκαν. Τούτο είναι ένα κατεστημένο σε πάρα πολλές κοινωνίες, αν όχι σε όλες, που εγώ το έχω αρνηθεί από πολύ μικρή. Ίσως κάποια πράγματα με βοήθησαν να καταλάβω, όπως ο εμφύλιος, όπως η σύνδεση με τους ανθρώπους εδώ, που κοινωνικά διαφέρανε αλλά τους ένοιωθα δικούς μου ανθρώπους. Σ'αυτό διαφέρω πάρα πολύ από τη Δέλτα.
Η δωρεά του κτήματος
«Το είχα αποφασίσει από την πρώτη στιγμή....»
Θ. Παπαθεοδώρου: Πώς νιώσατε όταν μάθατε ότι κληρονομείτε το τεράστιο κτήμα;
Α. Παπαδοπούλου: Η μητέρα μου μας διάβασε τη διαθήκη. Ήμουν τότε 33 χρονών. Με τα οικονομικά δεν είχα απολύτως καμιά σχέση. Δεν ήμουν προετοιμασμένη για κάτι τέτοιο, δεν το περίμενα. Ο πατέρας μου ήταν πολύ αυστηρός. Ήταν άνθρωπος που καυτηρίαζε τα πάντα. Συχνά γινόταν έξαλλος από κάτι. Χτύπαγε το χέρι στο τραπέζι και φώναζε. Θυμάμαι, κάποιες φορές που έλεγε ότι θα ήταν ο μεγαλύτερος κομμουνιστής στην Ελλάδα, αν δεν είχε αυτό το τσιφλίκι. Κι η μητέρα μου του έλεγε: σώπα, μη σε ακούνε τα παιδιά, μη λες τέτοια πράγματα. Όταν ήταν να εγχειρισθεί ο πατέρας, λίγο πριν πεθάνει, εκείνο το βράδυ ήμασταν κοντά του η μητέρα μου κι εγώ και είπε στη μητέρα μου: Φέρε το συμβολαιογράφο να τα γράψω όλα στους χωριάτες! Στην πραγματικότητα ποτέ δεν μπόρεσε να είναι ήσυχος με την συνείδηση του. Είχε μεγαλώσει πολύ φτωχικά ο πατέρας μου κι ας υπήρχε αυτό το μεγάλο τσιφλίκι. Γιατί ο παππούς μου ήταν μεγάλος χαρτοπαίκτης και συνεχώς υποθήκευε το κτήμα. Πήγαινε μόνο έβλεπε τον ανθό και μετά έτρεχε στην "Αθηναϊκή Λέσχη" να παίξει. Όταν μεγάλωσε ο πατέρας μου, είχαν τόσα λίγα χρήματα οι γονείς του, που είχαν ανάγκη κι ένα πιάτο φαΐ. Ήταν πολύ αχαΐρευτος άνθρωπος ο παππούς μου. Μένανε σε νοικιασμένα σπίτια. Ο πατέρας μου είχε ζήσει μικρός με το φόβο του δικαστικού κλητήρα, που ερχότανε από την μπροστινή πόρτα κι ο παππούς μου έφευγε από την πίσω πόρτα και κρυβότανε. Δεν είχαν να πληρώσουν τα νοίκια και κάθε τόσο τους έβγαζαν έξω και ύστερα πήγαιναν να μείνουν σε άλλο, πιο φτωχικό σπίτι. Δηλαδή, παρ όλο που ήταν υποτίθεται μεγάλη και πλούσια οικογένεια, ζούσανε όπως ζει ο πιο φτωχός άνθρωπος. Γιατί ήταν το "χαρτί" του παππού. Ο πατέρας μου μισούσε τα χαρτιά κι επειδή ο παππούς μου κάπνιζε πολύ, ούτε και τσιγάρα ήθελε να δει ο πατέρας μου. Ήταν πολύ αυστηρός. Κι όταν πέθανε, μας άφησε ένα μεγάλο φόρτο ευθύνης. Ένα τεράστιο κτήμα και μια τεράστια κοινωνική πίεση απάνω μας. Ναι, κοινωνική πίεση! Γιατί δεν μπορείς να μην αισθάνεσαι ότι ο άλλος σε εχθρεύεται και σε φθονεί, όταν του παίρνεις τη δουλειά από τα χέρια, όταν δεν τον αφήνεις να πάρει κλαρί, όταν το ημερομίσθιο που του δίνεις είναι ίσα ίσα για να μπορέσει κάτι να φάει, ενώ εσύ πας στη Γαλλία, την Ελβετία, την Αγγλία. Είναι φοβερά μεγάλη η πίεση που νοιώθεις. Ειδικά εκείνη την εποχή της Κατοχής, που τα παιδάκια δεν είχανε να φάνε κι εμείς μιλάγαμε Γαλλικά στο τραπέζι. Είχε επιμείνει η μητέρα μου να μάθουμε Γαλλικά. Πιστεύω ότι από αυτή τη μεγάλη πίεση που νοιώθαμε πέθανε ο αδερφός μου, νωρίς, 13 μήνες μετά το θάνατο του πατέρα μας.
Εκείνη την εποχή δεν ξέραμε τίποτα από τη δουλειά. Δεν ξέραμε πώς να φερθούμε στους εργάτες. Ο θάνατος του αδερφού μου εμένα με σφράγισε. Πίστευα ότι πρέπει να απελευθερώσω τα παιδιά μου από αυτή την κληρονομιά του πατέρα μου.
Δ. Μπαρσάκης: Από πότε ήταν το κτήμα αυτό;
Α. Παπαδοπούλου: Από το 1830 περίπου, από τον Δούμα.
Θ. Παπαθεοδώρου: Κι αποφασίσατε λοιπόν να το δωρίσετε...
Α. Παπαδοπούλου: Το είχα αποφασίσει από την πρώτη στιγμή, μόλις μας διάβασε η μάνα μου τη διαθήκη. Είχα όμως μείνει έκπληκτη. Ήμουν εκτός πραγματικότητας. Περίμενα ότι η διαθήκη του πατέρα μου θα ήταν μόνο νουθεσίες. Βέβαια, ήταν και αυτό. Την άλλη μέρα, μετά την ανάγνωση της διαθήκης, ανέβηκα πάνω στη πλαγιά, στις "Κανάλες" που λένε, και έμεινα εκεί όλη την ημέρα και έκλαιγα. Όταν γύρισα πίσω το βράδυ, είχα πάρει την απόφαση ότι αυτά που έχω θα τα μοιράσω στους ανθρώπους εδώ. Δεν ήξερα σε ποιους ακριβώς, ήξερα όμως ότι θα τα δώσω. Όταν μπήκα σπίτι, βρήκα τη μητέρα μου δίπλα στο τζάκι και της το είπα. Χαμογέλασε και λέει: Εσύ έχεις τόση θέληση που θα το κάνεις. Μετά μερικούς μήνες πέθανε ο αδερφός μου και για ένα διάστημα η νύφη μου κι εγώ τα είχαμε χαμένα.
Β. Αλεξίου: Με το μερίδιο του αδελφού σας τι έγινε;
Α. Παπαδοπούλου: Είχε μια παράξενη διαθήκη ο πατέρας μου. Αφηνε μεν το μεγαλύτερο μέρος του κτήματος στον αδελφό μου, μα αν αυτός θα πέθαινε χωρίς παιδιά, το μερίδιο του θα επέστρεφε στη μητέρα μου. Εγώ είχα ήδη δύο παιδιά, μα ο αδερφός μου όχι. Ήταν μια περίεργη διαθήκη. Κι έτσι ανέλαβα εγώ το κτήμα. Δεν ήξερα βέβαια τίποτα απ αυτά, ούτε καν τα είδη των ελαίων που μαζεύαμε. Αρχισα σιγά-σιγά να μαθαίνω. Δούλευα μαζί με τους εργάτες και μάθαινα τη δουλειά. Μάθαινα και να συνεννοούμαι με αυτούς τους ανθρώπους εδώ. Αισθανόμουνα στην αρχή ότι μιλούσαμε άλλη γλώσσα. Δεν υπήρχε εμπιστοσύνη αμοιβαία. Αλλά σιγά - σιγά αποκτήθηκε αυτή η εμπιστοσύνη. Χρειάστηκε όμως να περάσουν μερικά χρόνια. Και το 1974 έκανα τη μεταβίβαση των πρώτων κτημάτων, σε ανθρώπους που είχαν πολλά χρόνια στη δουλειά. Το 1981 μοιράσθηκαν και τα υπόλοιπα σε άλλες οικογένειες που δούλευαν στο κτήμα.
Γ. Ανδριόλας: Δώσατε μόνο το μερίδιο σας ή και της μητέρας σας;
Α. Παπαδοπούλου: Και της μητέρας μου. Η μητέρα μου τελικά το δέχτηκε ότι ήταν σωστό. Στην αρχή είχε αντιδράσει, αλλά μετά το δέχτηκε με χαρά κι εκείνη.
Ανθρωπος και περιβάλλον
«Πρέπει να ασχοληθούμε περισσότερο μετά ...μάτια μας»
Β. Αλεξίου: Πώς ερμηνεύετε τη συνεχιζόμενη καταστροφή του φυσικού περιβάλλοντος, τη στιγμή που είναι γνωστή η σημασία του για τη ζωή μας;
Α. Παπαδοπούλου: Φταίει η άγνοια. Δεν είναι γνωστά πράγματα σε πολλούς. Ο λόγος που κάνουμε ζημιά κάπου, είτε στο περιβάλλον είτε ο ένας στον άλλο, όταν φερόμαστε σκληρά μέσα στην κοινωνία, είναι από άγνοια. Πιστεύω πάρα πολύ σε αυτό που είπε ο Σωκράτης: "Ουδείς εκών κακός".
Β. Αλεξίου: Δεν υπάρχουν περιπτώσεις, όπου κάποιοι κάνουν κακό εν γνώσει τους;
Α. Παπαδοπούλου: Όταν κάνουμε κακό, στην πραγματικότητα δεν ξέρουμε τι κάνουμε. Μερικοί άνθρωποι δεν βλέπουν αυτό που πραγματικά κάνουν. Είναι τυφλοί, χωρίς γνώση. Η γνώση είναι σύνθετο πράγμα, είναι ταυτόχρονα και γνώση του εαυτού μας και γνώση του περιβάλλοντος. Δε σημαίνει απλώς να ξέρουμε πράγματα. Πρέπει να ξέρουμε και να σκεφτόμαστε. Εγώ προσωπικά πολύ βοηθιέμαι σ αυτό από τους άλλους ανθρώπους. Μιλώντας μαζί τους μαθαίνω και καταλαβαίνω αν σκέφτομαι λάθος. Αλλωστε, μόνος του κανείς δεν μπορεί να φτάσει πουθενά.
Θ. Παπαθεοδώρου: Υπάρχει όμως μεγάλη αδιαφορία από πολλούς.
Α. Παπαδοπούλου: Πάντως, όλοι είμαστε αλληλένδετοι. Είμαστε ένας οργανισμός μεγάλος. Όλοι μαζί προχωρούμε. Οι μεγάλες αποφάσεις γίνονται συνολικά και σχεδόν δεν καταλαβαίνουμε πώς. Γι αυτό η δουλεία του καθενός μας είναι να καλυτερεύει τον εαυτό του, μέσα στο δικό του χώρο. Κάνει ο καθένας κάποιες κινήσεις στο χώρο του και σιγά σιγά από αυτές τις μικρές κινήσεις γίνονται οι μεγάλες. Αλλά τίποτα δε γίνεται μόνο του. Πρέπει να σπρώχνουμε τα πράγματα. Έχει μεγάλη σημασία ο χρόνος. Πρέπει να σκεφτόμαστε για να προγραμματίζουμε, να κάνουμε πάντα ό,τι περνάει από το χέρι μας.
Δ. Μπαρσάκης: Ποιο νομίζετε ότι είναι το μεγαλύτερο εμπόδιο σ αυτή την πορεία για βελτίωση;
Α. Παπαδοπούλου: Είναι το ξεχώρισμα, οι διακρίσεις, που μας κάνουν να νομίζουμε ότι άλλοι είναι ανώτεροι και άλλοι κατώτεροι. Χωριζόμαστε και από εκείνη τη στιγμή μπαίνει το κακό ανάμεσα μας. Από τη μία οι μαύροι, από την άλλοι οι λευκοί. Από τη μία οι μορφωμένοι και από την άλλη οι αμόρφωτοι. Από τη μία οι Λιμνιώτες και από την άλλη οι Ροβιάτες. Από τη μία οι άνθρωποι έχουμε δύο πόδια και από την άλλη τα ζώα έχουν τέσσερα. Αν εμείς πεθαίνουμε, λέμε είναι θάνατος. Αν πατάμε όμως ένα λουλούδι, λέμε πως δεν είναι θάνατος. Αν ζούμε εμείς σ ένα κελί, λέμε πως είμαστε περιορισμένοι. Την κότα στο κλουβί δεν τη θεωρούμε περιορισμένη. Αυτά δεν τελειώνουν ποτέ, έτσι και τα αφήσεις να μπουν μέσα στο μυαλό σου. Σήμερα, τα πτηνοτροφεία, τα χοιροστάσια μοιάζουν στρατόπεδα συγκέντρωσης. Γενικά, υπάρχει μια εγκληματική συμπεριφορά, ένας ανθρώπινος κανιβαλισμός προς τα ζώα.
Δ. Μπαρσάκης: Πιστεύεται ότι αυτά μπορεί να οφείλονται σ' ένα ένστικτο επιβίωσης;
Α. Παπαδοπούλου: Ο καθένας μας έχει ένα καβούκι, ένα προστατευτικό καβούκι, για να μπορέσει να επιβιώσει. Χωρίς αυτό δεν μπορούμε να ζήσουμε. Αλλα πρέπει να προσπαθούμε συνέχεια να μεγαλώσουμε το καβούκι μας, να χωράει πιο πολλά πράγματα μέσα. Και δεν πρέπει ποτέ να ξεχνάμε ότι τίποτα δεν είναι απόλυτα ατομικό. Τίποτα δεν ανήκει μόνο σε μας.
Β. Αλεξίου: Πόσο δύσκολη είναι η γνώση αυτών των πραγμάτων;
Α. Παπαδοπούλου: Χρειάζεται μια συνεχής διαπλάτυνση του μυαλού, να σπάει κανείς τα δεσμά... Χρειάζεται να προσπαθούμε συνεχώς να σπάμε τους διαχωρισμούς που γεννιούνται για την προστασία του εαυτού μας, όπως νομίζουμε. Αλλά χρειάζεται και χρόνος. Για τα σημερινά παιδιά το μεγάλο πρόβλημα είναι ο χρόνος. Δεν υπάρχει αρκετός χρόνος για να γνωρίσουν τα παιδιά το περιβάλλον τους. Δεν διατίθεται ο χρόνος. Μόνο με τη γνώση μπορούμε να ενδιαφερθούμε και να αγαπήσουμε. Πρέπει να μάθουμε να βλέπουμε γύρω μας. Γύρω μας, το κάθε τι έχει τη δική του αρμονία. Πρέπει να ασχοληθούμε περισσότερο με τα μάτια μας. Να γίνει η ματιά μας πιο πλατιά, πιο διεισδυτική, πιο ανεκτική, πιο υπομονετική.