Εγώ θα ξεκινήσω από εκεί που τελείωσε ο Σπύρος, στο παράδειγμα με τον ψαρά. Πράγματι πρέπει να τους μάθουμε τον τρόπο να ψαρεύουν. Είναι, όμως, σίγουρο ότι κάποιοι θα εκμεταλλευτούν τον ψαρά που θα βγάλει τα ψάρια. Προτιμάμε, όμως, τον ψαρά να ξέρει να πιάνει ψάρια και να μπορεί να τα πουλήσει και να δεχτεί αυτό το μέρος της εκμετάλλευσης, παρά να είναι ένας ψαράς που δεν θα πιάνει καθόλου ψάρια.
Έτσι λοιπόν, εάν έχουμε εκατό υπαλλήλους που δεν ξέρουν ηλεκτρονικούς υπολογιστές και οι θέσεις εργασίας, για υπαλλήλους χωρίς ηλεκτρονικούς υπολογιστές είναι πενήντα, είναι προτιμότερο, οι υπόλοιποι πενήντα να μάθουν να δουλεύουν τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές. Κάποιοι αυτή τη γνώση θα την εκμεταλλευτούν. Προτιμάμε, επομένως, να έχουμε άλλους πενήντα εργαζόμενους, παρά άλλους πενήντα άνεργους.
Έτσι λοιπόν, το συνδικαλιστικό κίνημα και το Εργατικό Κέντρο, κατ' επέκταση, δεν μπορεί παρά να επενδύει στη γνώση, να επενδύει στη δια βίου μάθηση.
Θέλουμε να τονίσουμε ότι ο κύριος στόχος μας είναι να υπάρχουν θέσεις εργασίας. Νέες θέσεις εργασίας, που να καλύπτουν τις ανάγκες των εργαζομένων. Να υπάρχει πλήρης απασχόληση, για τους εργαζόμενους και οι εργασιακές σχέσεις να είναι ανθρώπινες εργασιακές σχέσεις, γιατί παρατηρείται ότι σε πολλές περιπτώσεις επιχειρείται από την εργοδοτική πλευρά η επαναφορά κακών συνθηκών εργασίας, η επαναφορά μεσαιωνικών σχέσεων εργασίας.
Έτσι, λοιπόν, να μην απορεί κανείς γιατί το εργατικό κίνημα είναι υποχρεωμένο να παίρνει θέσεις αντίθετες στις τάσεις που θέλουν να κινηθούν προς την απελευθέρωση του ωραρίου, που θέλουν να κινηθούν προς τη κατάργηση του οκτάωρου, που θέλουν τους εργαζόμενους να συνθλίβονται με τα νέα αυτά συστήματα των εργασιακών σχέσεων.
Δική μας επιδίωξη είναι ο σταδιακός περιορισμός των ωρών εργασίας με στόχο το 35ωρο, κάτι που θα γίνει και επιδιώκουμε να γίνει σταδιακά. Ζητάμε απ' όσους θέλουν ή επιδιώκουν αυτά τα καινούργια και τα σπουδαία στις εργασιακές σχέσεις να προσπαθήσουν να βάλουν τον εαυτό τους στη θέση ενός ανθρώπου, που υποχρεούται να δουλεύει για δύο μέρες 12ωρο, γιατί τέτοιες θα είναι οι ανάγκες του εργοδότη και ας του λέει την επόμενη μέρα, ξέρεις δεν σε χρειάζομαι να δουλέψεις περισσότερο από τέσσερις ώρες την ημέρα. Ή ας βάλουν τη θέση τους στα παπούτσια ενός απασχολήσιμου ο οποίος πρέπει να γυρίσει σπίτι του και να θρέψει δύο παιδιά, να τα σπουδάσει, να τα ταΐσει, να καλύψει όλες του τις βιοτικές ανάγκες.
Είναι λοιπόν, βασικό πράγμα για μας -και συγχωρέστε μας την πολυτέλεια- μέσα σε αυτό το κλίμα της ευφορίας των εργοδοτών να διεκδικούμε πλήρη απασχόληση, να διεκδικούμε συνθήκες εργασίας σωστές.
Πιο κλειστά να μπούμε λίγο στο θέμα. Πρέπει να είμαστε έτοιμοι. Πράγματι και είναι γεγονός, ότι σε μία κοινωνία που αλλάζει οι εργαζόμενοι πρέπει να είναι έτοιμοι να λάβουν τη γνώση, τη μόρφωση και τις δεξιότητες εκείνες που είναι απαραίτητες για να μπορέσουν ν' ανταποκριθούν στις ανάγκες αυτής της κοινωνίας. Και πρέπει να πούμε ότι με τον όρο "εργαζόμενοι" δεν εννοούμε στενά μόνο τους εργαζόμενους που εκφράζουμε εμείς, αυτούς που έχουν εξαρτημένη σχέση εργασίας, αλλά εννοούμε όλους όσους παρέχουν εργασία. Δηλαδή και αυτούς που έχουν τις επιχειρήσεις τους. τους επαγγελματίες. Τι να τον κάνεις ένα γιατρό που από τότε που πήρε τη πτυχίο του δεν ξανάνοιξε βιβλίο, ή δεν έμαθε τίποτε.
Πρέπει να πούμε ότι οι εργαζόμενοι πρέπει να μαθαίνουν και να επιμορφώνονται πάνω στην ίδια τους τη δουλειά, για το αντικείμενο με το οποίο ασχολούνται, γιατί αυτό εξελίσσεται από μόνο του. Έχουμε υπόψη και μία νέα πραγματικότητα, μια πραγματικότητα που δεν την γνωρίζαμε μέχρι σήμερα, γιατί ήταν συνηθισμένο εδώ στην Ελλάδα, να ξεκινάς την επαγγελματική σου καριέρα σε μία συγκεκριμένη εργασία και να τελειώνεις την επαγγελματική σου ζωή σε αυτή την εργασία.
Αυτό το πράγμα δεν συμβαίνει πια. Είναι μια σκληρή πραγματικότητα, αλλά είναι πραγματικότητα. Ο εργαζόμενος είναι υποχρεωμένος ν' αλλάζει δεύτερη και πιθανόν και τρίτη εργασία. Έτσι, λοιπόν, αφού υπάρχει αυτή η ανάγκη, φαίνεται ξεκάθαρα ότι είναι αναγκαία η δια βίου μάθηση, γιατί αλλάζουν εντελώς οι απαιτήσεις και εάν θέλεις να μπορείς να καταλάβεις μια νέα θέση εργασίας, θα πρέπει να έχεις τις γνώσεις και τη δυνατότητα να το κάνεις αυτό με τις δεξιότητες που έχεις.
Μέχρι σήμερα οι όποιες μορφές και απόπειρες επιμόρφωσης και εκπαίδευσης ενηλίκων ή εργαζομένων είχαν γίνει με μια, εάν θέλετε, πρωτόγονη μορφή. Γινόταν από τις Νομαρχιακές Επιτροπές Λαϊκής Επιμόρφωσης, που ήταν και το πιο επιτυχημένο δείγμα. Και ήταν το πιο επιτυχημένο δείγμα, γιατί δεν σχεδιαζόταν κεντρικά. Έπαιρνε υπόψη τις ανάγκες της περιοχής, τις ανάγκες των ίδιων των εργαζομένων, που ήταν σε επιμόρφωση. Αυτή η μορφή επιμόρφωσης σταμάτησε με το αιτιολογικό ότι δεν υπήρχαν τα χρήματα, τα οποία θα εξασφάλιζαν τη συνέχιση.
Ήταν μια πάρα πολύ σημαντική δουλειά και δείχνει ότι η κίνηση που κάνουμε τώρα, είναι σε σωστή κατεύθυνση. Υπήρχαν, επίσης, διάφορα σεμινάρια που γίνονται από διάφορα κέντρα επαγγελματικής κατάρτισης, επιδοτούμενα από διάφορους φορείς.
Εδώ εμφανίστηκε μια αδυναμία. Κάποιοι για λογαριασμό των τοπικών έπαιρναν αποφάσεις. Δημιούργησαν και μία τάξη πολιτών, μια τάξη εργαζομένων, τους οποίους θα μπορούσαμε να τους πούμε "σεμιναριόβιους". Αυτοί αντιμετώπιζαν το θέμα της παρακολούθησης αυτών των σεμιναρίων σαν έναν μέσο να εξασφαλίζουν κάποια χρήματα και να ενισχύουν το οικογενειακό τους εισόδημα.
Εδώ είναι που φαίνεται ξεκάθαρα, πόσο ανάγκη είναι να υπάρξει αυτός ο συντονισμός της δράσης, να υπάρξει αυτή η συνεργασία που προτείνεται μέσα από το σχέδιο της απόφασης.
Βέβαια, επειδή ακούστηκαν κάποια πράγματα, εγώ θα πρέπει να τονίσω ότι εμείς εδώ πέρα δεν είμαστε ευρωπαίοι. Όποιος προσπαθεί να κάνει μια σύγκριση της ελληνικής πραγματικότητας με την ευρωπαϊκή, επιχειρεί λαθεμένη σύγκριση. Πρόκειται για τελείως διαφορετικές καταστάσεις.
Θα πρέπει να ξεκαθαρίσουμε ότι όποιος αντιμετωπίζει τη πραγματικότητα εδώ πέρα, πρέπει να ξέρει πως εμείς οι Έλληνες έχουμε έναν πάρα πολύ ισχυρό και αναπτυγμένο δεσμό. Το δεσμό της οικογένειας. Δεν τον λέω θεσμό, τον λέω δεσμό. Είναι μια σχέση εξάρτησης που έχουμε εδώ με στην οικογένειά μας. Αυτό είναι κάτι το οποίο δεν παρατηρείται παντού.
Έχουμε επίσης αναπτυγμένο έναν άλλο δεσμό, το δεσμό της παρέας. Αυτό το δεσμό που μας θέλει να βγαίνουμε και να πηγαίνουμε στις ταβέρνες και να τρώμε και να πίνουμε. Αυτό είναι κάτι που δεν παρατηρείται, επίσης, παντού.
Έτσι, λοιπόν, όταν μελετάμε τα δικά μας πράγματα και περιμένουμε από μας αντιδράσεις, θα πρέπει να περιμένουμε αντιδράσεις με βάση τα στοιχεία αυτά και να μην προσπαθούμε να κάνουμε συγκρίσεις σε ασύγκριτες καταστάσεις. Γιατί ο Έλληνας έχει κατά νου ότι ό,τι και να κάνει θα πρέπει να φροντίσει πρώτα τους υπερήλικες γονείς του, οι οποίοι δεν μπορούν να τα βγάλουν πέρα, όσο και τα παιδιά του, όσο καιρό είναι γι αυτόν παιδιά, μέχρι δηλαδή, να κλείσει τα μάτια του.
Και εδώ είναι που βρίσκω ότι υπάρχει ένα έλλειμμα σε αυτούς τους στόχους της Λισσαβώνας, τους οποίους καλούμαστε και σωστά, να κατακτήσουμε. Δεν περιλαμβάνεται, αυτό που ονομάζουμε εμείς παράδοση. Προστασία της παράδοσης, της πολιτιστικής μας κληρονομιάς, γιατί είναι πράγματα χωρίς τα οποία ο Έλληνας δεν μπορεί να ζήσει.
Έτσι το βλέπουμε εμείς και έτσι μπορούμε να το αντιμετωπίσουμε. Και πρέπει να σας πω, επιτρέψτε μου, από την εμπειρία που έχω μέσα στη λαϊκή επιμόρφωση, ότι με τον ίδιο τρόπο και το ίδιο πάθος και την ίδια ένταση μας ζητούσαν να έχουμε σεμινάρια ηλεκτρονικών υπολογιστών, ή σεμινάρια που αφορούσαν γενικότερα την τεχνολογία, καθώς, σεμινάρια για το παραδοσιακό κέντημα, τους παραδοσιακούς χορούς, την κατασκευή παραδοσιακών στολών και διάφορα τέτοια ζητήματα.
Είναι λοιπόν, οι δεσμοί που έχουμε εμείς με το παρελθόν μας σημαντικοί και πρέπει να τους παίρνουμε υπόψη. Είμαστε βέβαιοι ότι αυτό που πρόκειται να γίνει εδώ πέρα, όπως το περιέγραψε ο κύριος Κορυφίδης, είναι ανάγκη. Είναι μονόδρομος.
Πρέπει να εξασφαλιστεί η βιωσιμότητα τόσο των επιχειρήσεων, αλλά και η βιωσιμότητα των εργαζομένων. Η ανταγωνιστικότητα να την πούμε; Να πούμε ότι ο εργαζόμενος θα πρέπει σε όλη του τη ζωή να εκπαιδεύεται, για να μπορεί; Πέραν από το γεγονός μπορεί κάποιοι να λένε ότι ξέρεις το σύστημα θα έλθει να μας εκμεταλλευτεί. Εντάξει, το σύστημα θα έλθει να μας εκμεταλλευτεί, αλλά όταν κανείς φτάνει στην ώρα της επιλογής, ανάμεσα σε έναν εκμεταλλευόμενο εργαζόμενο και σ' έναν άνεργο που δεν τον εκμεταλλεύεται κανείς δεν ξέρω ποια θα είναι η απόφαση, που θα πρέπει να παρθεί. Και όταν ο εργαζόμενος σε όλη του τη ζωή επιμορφώνεται -και σίγουρα δεν επιμορφώνεται απλά για ν' αποκτήσει εργασιακές δεξιότητες, αλλά η επιμόρφωση αυτή είναι ευρύτερη-τότε είναι που θα μπορέσουμε να δημιουργήσουμε τις εστίες αντίστασης σε αυτούς τους εκμεταλλευτές.
Οι μορφωμένοι, οι καλλιεργημένοι εργαζόμενοι, αυτοί οι οποίοι έχουν διευρύνει τους ορίζοντές τους, μέσα από τη μάθηση, είναι αυτοί που αντιστέκονται. Γιατί εάν μπεις μέσα στο παιχνίδι και αρχίζεις να μην ασχολείσαι μόνο πώς θα βγάλεις το μεροκάματο, αλλά να μαθαίνεις και κάτι πάρα πάνω, δεν θα μάθεις μόνο να στρίβεις ένα κατσαβίδι δεξιά, ή να περνάς το καλάμι μακριά στο ψάρεμα. Θα μάθεις και όλα εκείνα τα πράγματα, που θα σε κάνουν έναν ενεργό πολίτη, έναν δυνατό πολίτη, έναν άνθρωπο, ο οποίος θα ενδιαφέρεται για τα πάντα και δεν θα αποδέχεται την εκμετάλλευση της άρχουσας τάξης.
Μόνο εάν φτιάξουμε τέτοιους πολίτες συνειδητοποιημένους -και είμαστε σε σωστή κατεύθυνση για να τους φτιάξουμε- θα μπορέσουμε να εξασφαλίσουμε αυτό που λέμε. μία δίκαιη κοινωνία. Μία κοινωνία που δεν θα επιτρέπει την εκμετάλλευση. Και όχι βέβαια, με το να περιμένουμε κάποιο θεόπεμπτο και θεόσταλτο σύστημα, να μας τους μορφώσει από μικρούς, για όλη τους τη ζωή. Κανένας δεν μπόρεσε να συνεχίσει σε όλη του τη ζωή να είναι μορφωμένος, εάν δεν παρακολουθεί αυτά που γίνονται.
Ευχαριστώ.